ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ’ ΛΟΥΚΑ

Καθώς πλησίαζε ὁ Ἰησοῦς στήν Ἱεριχώ, ἀδελφοί μου, καθόταν ἕνας τυφλός κοντά στόν δρόμο καί ζητιάνευε. Σ' αὐτή τήν πόλη ζοῦσε ὁ τυφλός τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Ἡ φοβερή τύφλωση δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐργάζεται καί ἔτσι ἦταν ἀναγκασμένος, γιά νά ζήσει, νά κάνει τόν ζητιάνο. Εἶναι μιά εἰκόνα πού, δυστυχῶς, τή διαπιστώνουμε σ' ὅλες τίς ἐποχές, ἀκόμα καί σήμερα.

Ὁ τυφλός, ὅμως, εἶχε μεγάλη πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό καί φώναζε: «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Παρόλο πού δέν εἶχε μάτια, ἔβλεπε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του τόν Κύριο καί τόν δεχόταν ὡς ἀληθινό Θεό καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος τόν μάλωνε πού φώναζε, ἀλλ' αὐτός ὁμολογοῦσε τήν πίστη καί τήν ἀγάπη του στόν Χριστό πολύ δυνατότερα ἀπό πρίν. Ὁ Κύριος εἶδε τή λαχτάρα τοῦ τυφλοῦ καί ἔδωσε ἐντολή νά τόν φέρουν κοντά του. Ἡ πράξη αὐτή δείχνει τήν ἄπειρη ἀγάπη, τή στοργή καί τή συμπάθεια τοῦ Κυρίου γιά τόν τυφλό.
Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μαζί του εἶναι θαυμάσιος. Ἀφοῦ ὁ Κύριος τόν ἀκούμπησε, τόν ρώτησε: «Τί θέλεις νά σοῦ κάνω;». Ὁ Κύριος τόν ρωτᾶ, γιατί θέλει νά ἀκούσει ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ τυφλοῦ τήν ἐπιθυμία του. Ὁ τυφλός ἀπαντᾶ: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Θέλει νά ἀποκτήσει τό φῶς τῶν ματιῶν του. 
Ἀπευθύνεται στόν Κύριο καί πιστεύει, ἀκράδαντα, πώς μόνον αὐτός ἔχει τή δύναμη νά θεραπεύσει ὄχι μόνο τό σκοτάδι τῶν ματιῶν, ἀλλά καί τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς, δηλαδή τήν ἁμαρτία, πού εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό τήν τύφλωση τῶν ματιῶν.
Ὁ Κύριος ἀναγνωρίζει καί φανερώνει τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ σ' ὅλους τούς παρευρισκόμενους ἀνθρώπους. «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» τοῦ λέει. 
Δηλαδή, «ἡ πίστη σου εἶναι τέτοια, πού σοῦ προσφέρει τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν σου καί τήν ἄπειρη ἀγάπη μου, πού σέ ὁδηγεῖ στή σωτηρία».
Γιά νά καταλάβουν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τό γεγονός τῆς σωτηρίας πού συμβαίνει στήν ψυχή τοῦ τυφλοῦ, πραγματοποιεῖ τή θαυματουργική θεραπεία τῆς σωματικῆς του τυφλώσεως. Καί τώρα ὁ Κύριος, ὁ Παντοδύναμος καί Πανάγαθος, τοῦ χάρισε τό φῶς, τοῦ θεράπευσε τήν τύφλωση, τοῦ ἔδωσε τήν ὅραση, ὥστε νά μπορεῖ νά βλέπει καθαρά, νά κινεῖται ἄφοβα καί ἐλεύθερα. Ἡ καρδιά τοῦ πρώην τυφλοῦ πλημμύρισε ἀπό εὐγνωμοσύνη. Τό στόμα του ἄνοιξε γιά δοξολογία, ὅπως καί τό στόμα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων πού εἶδαν τό θαῦμα. Ὁ πρώην τυφλός «ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν· καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ».
Ἡ σκηνή αὐτή, ὅπως μᾶς τήν περιέγραψε ὁ Ἱερός Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, εἶναι συγκινητική. Μυριόστομη ἡ εὐγνωμοσύνη καί ἡ δοξολογία πρός τόν Θεό.
Ἕνα τέτοιο, ὅμως, φαινόμενο δέν εἶναι συνηθισμένο. Συνήθως, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν βρισκόμαστε σέ θλίψη, σέ δοκιμασία, σέ πειρασμό, καταφεύγουμε στόν Θεό καί ζητᾶμε τήν προστασία Του, νά μᾶς λυτρώσει.
Ἀλλά, ὅταν πάρουμε αὐτό πού ζητᾶμε, ξεχνᾶμε τόν εὐεργέτη. Κρατᾶμε κλειστή τήν καρδιά μας σέ αἰσθήματα καί ἔκφραση εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας. Γιατί ἄραγε; Γιατί ὑπάρχει ἡ πνευματική μας τυφλότητα, ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός μας, πού στέκονται ἐμπόδια. Συνήθως, πιστεύουμε ὅτι ἡ ἱκανότητά μας στήν ἐπιστήμη καί στήν παντοδύναμη στίς μέρες μας τεχνολογία μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει. Θαμπωμένοι ἀπό τά ἐπιτεύγματα καί τά ἅλματα τῆς προόδου καί τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, στηρίζουμε ὑπερβολικές ἐλπίδες στίς δυνατότητές μας καί ἀδιαφοροῦμε γιά τόν Θεό πού δίνει τό φῶς καί εἶναι ὁ ἴδιος τό Φῶς καί ἡ πηγή Του. Τυφλωμένοι ἀπό τά πολλά φῶτα ἀφήνουμε μέσα μας νά σβήσει τό ἀληθινό φῶς.
Καί ὅμως ὁ Θεός μέσα ἀπό τίς πολλές καί ποικίλες περιστάσεις καί συνθῆκες τῆς καθημερινότητάς μας, μᾶς δίνει εὐκαιρίες νά Τόν συναντήσουμε οὐσιαστικότερα. Νά συνειδητοποιήσουμε τό πέρασμα τοῦ Χριστοῦ στόν δρόμο τῆς δικῆς μας ζωῆς. Καί ἐκεῖ καταλαβαίνουμε τό χρέος μας νά Τόν βλέπουμε μέσα ἀπό τούς ταπεινούς καί τούς καταφρονημένους. Μέσα ἀπό τήν ἐπιθυμία μας νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν πνευματική μας τυφλότητα καί νά φωνάξουμε σάν τόν τυφλό «Ἰησοῦ ἐλέησόν με».
Καί ἐμεῖς ἄς καταφεύγουμε στόν μοναδικό Σωτῆρα, γενικῶς μέν μέ τή μετάνοια, εἰδικότερα δέ μέ τή γνωστή σύντομη καί περιεκτική εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἡ εὐχή αὐτή ἄς γίνει ἀναγκαιότερη ἀπό τήν ἀναπνοή μας. Ὁ τυφλός ὅσο τόν ἐμπόδιζαν, ὅσο τόν προέτρεπαν νά σωπάσει, τόσο ἐκεῖνος πιό πολύ φώναζε. Καί ἐμεῖς, ὅσο περισσότερο οἱ περιστάσεις ἤ οἱ γύρω μας ἤ καί ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας, ἐμποδίζουν τή σχέση καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τόσο περισσότερο ἄς ἐντείνουμε τήν εὐχή· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἀλλά νά τή λέμε μέ ταπείνωση, δηλαδή μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας˙ καί μέ ἐμπιστοσύνη, μέ τήν πίστη ὅτι ὁ Χριστός θά μᾶς ἐλεήσει· «πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ.ζ’ 8) μᾶς λέει˙ καί βέβαια μέ τήν παράλληλη φροντίδα, νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Τραϊκάπης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου