ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

(Λκ. 5, 1-11)

Τὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­πο­τε­λεῖ τρό­πον τι­νὰ συ­νέ­χει­α τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου τῆς πε­ρα­σμέ­νης Κυ­ρι­α­κῆς, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­κού­σα­με πὼς ὅ­ποιος θέ­λει νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὸν Κύ­ρι­ο πρέ­πει νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του. Τὸ ση­με­ρι­νὸ μᾶς λέ­ει πὼς οἱ ψα­ρά­δες τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρὲτ ἀ­παρ­νή­θη­καν τὸν ἑ­αυ­τό τους, ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στὸ καὶ ἔ­γι­ναν μα­θη­τὲς καὶ ἀ­πό­στο­λοί του.


 Ὁ Κύ­ρι­ος, βρι­σκό­με­νος στὴν ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε δύ­ο πλοῖ­α, καὶ τοὺς ψα­ρά­δες ποὺ ἐ­πέ­βαι­ναν σὲ αὐ­τὰ νὰ ἔ­χουν κα­τέ­βει καὶ νὰ πλέ­νουν τὰ δί­χτυ­ά τους. Ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος ἀ­νέ­βη­κε στὸ πλοῖ­ο ποὺ ἀ­νῆ­κε στὸν Σί­μω­να Πέ­τρο δί­δα­σκε τὰ πλή­θη. Τε­λει­ώ­νον­τας τὴν ὁ­μι­λί­α του ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν Σί­μω­να νὰ ἀ­νοι­χθεῖ στὰ βα­θει­ὰ καὶ ἐ­κεῖ νὰ ρί­ξει τὰ δί­χτυ­α γιὰ ψά­ρε­μα. Ὁ Πέ­τρος, ὅ­μως, ἀ­πό­ρη­σε, δι­ό­τι ψά­ρευ­ε ὅ­λη νύ­κτα καὶ δὲν εἶ­χε πιά­σει τί­πο­τα. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ὴ στὸν Κύ­ρι­ο: «ἐ­πὶ δὲ τῷ ρή­μα­τί σου χα­λά­σω τὸ δί­κτυ­ον». Καὶ τό­τε ἔ­γι­νε τὸ θαῦ­μα. Τὰ ψά­ρια ποὺ πι­ά­στη­καν ἦ­ταν τό­σα πολ­λὰ ποὺ καὶ τὰ δύ­ο πλοῖ­α δυ­σκο­λεύ­τη­καν νὰ τὰ με­τα­φέ­ρουν. Δέ­ος καὶ θαυ­μα­σμὸς κα­τέ­λα­βε τό­τε τὸν Πέ­τρο καὶ τοὺς ἄλ­λους ψα­ρά­δες: «Βγὲς Κύ­ρι­ε ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο μου», εἶ­πε στὸν Χρι­στό, «δι­ό­τι εἶ­μαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός». Καὶ ὁ Κύ­ρι­ος τὸν κα­θη­σύ­χα­σε· «μὴ φο­βᾶ­σαι», τοῦ λέ­γει, «ἀ­πὸ τώ­ρα καὶ στὸ ἑ­ξῆς θὰ ψα­ρεύ­εις ἀν­θρώ­πους». Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ αὐ­τό, ἀ­φοῦ τρά­βη­ξαν τὰ πλοῖ­α τους στὴ στε­ριά, ἄ­φη­σαν τὰ πάν­τα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Κύ­ρι­ο.

Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τῆς θαυ­μα­στῆς ἁ­λι­εί­ας, ἡ κλή­ση τῶν μα­θη­τῶν καὶ ἡ ὑ­πα­κο­ή τους, ἀ­πο­τε­λοῦν γιὰ ἐ­μᾶς πα­ρά­δειγ­μα, ἀλ­λὰ καὶ ὑ­πό­δει­ξη γιὰ τὴ στά­ση ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ τη­ροῦ­με ἀ­πέ­ναν­τι στὸν Χρι­στό.

Ὅ­ταν οἱ μα­θη­τὲς ἄ­κου­σαν τὸ κά­λε­σμά του, ἦ­ταν στὴ μέ­ση τῆς ἐρ­γα­σί­ας. Καὶ ὅ­μως δὲν ἀ­νέ­βα­λαν τὴν ἀν­τα­πό­κρι­ση στὸν Χρι­στό. Δὲν εἶ­παν: «Ἅ­μα γυ­ρί­σου­με στὸ σπί­τι, θὰ μι­λή­σου­με μὲ τοὺς δι­κούς μας, καὶ ἔ­πει­τα ἀ­πο­φα­σί­ζου­με πε­ρὶ τοῦ πρα­κτέ­ου». Ἀλ­λὰ τὰ ἄ­φη­σαν ὅ­λα καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Τέ­τοια ὑ­πα­κο­ὴ ζη­τᾶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ὁ Χρι­στός, ὥ­στε οὔ­τε ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο ἀ­να­βο­λὴ νὰ μὴν κά­νου­με, ἀ­κό­μα κι ἂν μᾶς βι­ά­ζει κά­τι ἀ­πὸ τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα.

Εἶ­ναι ἄ­ξι­οι θαυ­μα­σμοῦ οἱ ἁ­πλο­ϊ­κοὶ ἁ­λι­εῖς, ἐ­πει­δὴ παρ’ ὅ­λο ποὺ ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χαν δεῖ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο κα­νέ­να θαυ­μα­στὸ ση­μεῖ­ο, πί­στε­ψαν σὲ τό­σο με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση καὶ θε­ώ­ρη­σαν δευ­τε­ρεύ­ον­τα τὰ πάν­τα σὲ σχέ­ση μὲ τὸ ἀ­κο­λου­θεῖν αὐ­τόν. Για­τὶ μὲ ὅ­ποια λό­γι­α πεί­στη­καν οἱ ἴ­διοι, πί­στε­ψαν ὅ­τι μὲ αὐ­τὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν καὶ ἄλ­λους νὰ πεί­σουν.

Οἱ ἁ­λι­εῖς ποὺ ἐ­κά­λε­σε ὁ Κύ­ρι­ος ἦ­ταν φτω­χοὶ ἄν­θρω­ποι. Ἐ­κεῖ στὴν ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρὲτ τοὺς βρῆ­κε νὰ ρά­βουν τὰ δί­χτυ­ά τους. Τό­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ φτώ­χεια τους, ὥ­στε νὰ δι­ορ­θώ­νουν τὰ χα­λα­σμέ­να, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ν’ ἀ­γο­ρά­σουν ἄλ­λα. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ μι­κρὸ δεῖγ­μα ἀ­ρε­τῆς, ἡ ἀ­γόγ­γυ­στη δη­λα­δὴ ὑ­πο­μο­νὴ στὴ φτώ­χεια, ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς τρο­φῆς ἀ­πὸ τί­μι­ο μό­χθο, ὁ σύν­δε­σμος με­τα­ξύ τους μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης, τὸ νὰ ἔ­χουν μα­ζὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ νὰ τὸν πε­ρι­ποι­οῦν­ται. Ὅ­ταν ὅ­μως τοὺς ἔπι­α­σε στὰ δί­χτυ­ά του ὁ Κύ­ρι­ος, ἐ­νῷ αὐ­τοὶ δη­λα­δὴ εἶ­ναι πλέ­ον μα­ζί του, τό­τε ἀρ­χί­ζει νὰ θαυ­μα­τουρ­γεῖ, βε­βαι­ώ­νον­τας μὲ τὰ ἔρ­γα του ὅ,­τι εἶ­χε πεῖ γι’ αὐ­τὸν ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στής.

Ἐ­μεῖς σή­με­ρα ἔ­χου­με ἀ­πο­δεί­ξεις γιὰ τὴ δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου, γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι εἶ­ναι Θε­ός, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ σω­τῆ­ρας τοῦ κό­σμου. Γι’ αὐ­τὸ ἂς ση­κω­θοῦ­με καὶ ἂς τρέ­ξου­με κον­τά του. Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­φή­σου­με τὸ σπί­τι καὶ τοὺς οἰ­κεί­ους μας γιὰ νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με. Ἀρ­κεῖ νὰ ἀ­φή­σου­με τὴν ἁ­μαρ­τί­α, τὴν κα­κὴ συ­νή­θει­α, τὴν ἀ­πι­στί­α. Ἂς ἀ­κο­λου­θή­σου­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς τὸν Κύ­ρι­ο. Ἂς πλη­σι­ά­σου­με κον­τά του καὶ ἂς μὴν τοῦ ζη­τή­σου­με τί­πο­τα βι­ο­τι­κό, πα­ρὰ μό­νο τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας. Αὐ­τὴν ἂς ἐ­πι­δι­ώ­ξου­με, καὶ ζῶν­τας ἐν πί­στει καὶ ὑ­πα­κο­ή, ἂς ἐλ­πί­ζου­με στὴν κοι­νω­νί­α μὲ τὴ θε­ο­ποι­ὸ χά­ρη του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου