ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

 Θέλεις νὰ σὲ θαυμάσει; Ἀρχιμανδρίτης Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Σέ κάθε θαῦμα τοῦ Χριστοῦ θαυμάζομε τήν δύναμή Του καί τήν ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς. Καί Τόν δοξάζομε. Σέ μερικά θαύματά Του ὅμως, βλέπομε καί τόν Χριστό νά θαυμάζει μερικούς ἀνθρώπους. Καί νά τούς δοξάζει.

Ἕνα τέτοιο περιστατικό εἶναι καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου (Ματθ. 8, 5-14). Ἕνας ρωμαῖος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος πού δέν ἦταν κἄν Ἰσραηλίτης, ζητάει ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τόν κατάκοιτο δοῦλο του. Καί ὅταν ὁ Χριστός δέχεται νά πάει στόν σπίτι του, γιά νά τόν θεραπεύσει, ὁ ἀξιωματικός τοῦ ἀπαντάει: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά μπεῖς κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Πές μόνο ἕνα λόγο καί θά θεραπευθῆ ὁ δοῦλος μου. Φτάνει ἡ ἐντολή σου. Καί ἐγώ ἔχω στρατιῶτες ὑπό τήν ἐξουσία μου. Καί ὅταν λέω σέ κάποιον «ἔλα», αὐτός ὑπακούει καί ἔρχεται· καί ὅταν λέω στόν ἄλλον «κάνε αὐτό», αὐτός ὑπακούει καί τό κάνει»!

Τότε ὁ Χριστός θαύμασε τήν μεγάλη πίστη του. Καί εἶπε πρός αὐτούς πού Τόν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι τόση πίστη, οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες δέν βρῆκα».



* * *



Δέν εἶναι μικρό πρᾶγμα νά θαυμάζει ὁ Χριστός ἕναν ἄνθρωπο! Ὑπάρχει ἆραγε μεγαλύτερη δόξα; Μεγαλύτερη τιμή; Ὁ Θεός νά θαυμάζει ἕναν ἄνθρωπο! Νά τόν δοξάζει!

Καί ὁ Θεός δέν δοξάζει τόν ἄνθρωπο γιά τά χαρίσματα, πού τοῦ ἔχει δώσει. Τόν θαυμάζει καί τόν δοξάζει γιά τίς ἀρετές του· πού γιά νά τίς ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε καί ὁ ἴδιος τό δικό του χεράκι· τήν δική του προσπάθεια· τόν δικό του ἀγῶνα. Γιά τόν Θεό, ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔγκειται στά ὡραῖα μάτια καί στό παλληκαρίσιο ἀνάστημα. Ὁ Θεός δέν τιμάει καί δέν θαυμάζει σέ μᾶς τά δικά του δῶρα. Ὁ Θεός πάνω ἀπό ὅλα τιμάει καί θαυμάζει σέ μᾶς, τόν δικό μας ΚΟΠΟ καί τήν δική μας φιλότιμη ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ, νά καλλιεργήσωμε - ὅσο μποροῦμε περισσότερο - τά χαρίσματα πού μᾶς ἔδωσε.

Καί ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, εἶναι φανερό, ὅτι εἶχε δουλέψει πάνω στόν ἑαυτό του μέ καθαρή συνείδηση. Δέν «καβάλησε τό καλάμι» ἐξ αἰτίας τοῦ ἀξιώματός του. Ἐγνώριζε καί ἀνεγνώριζε τήν ἀδυναμία του καί τίς ἀτέλειές του. Καί αὐτή ἡ αὐτογνωσία του τόν ἔκανε ταπεινό καί προσγειωμένο.

Γι' αὐτό, βλέποντας τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, δέν αἰσθάνθηκε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά Τόν δεχθῆ οὔτε κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του!



* * *



Μπορεῖ ποτέ νά ἔχει «ταπείνωση» καί «αὐτογνωσία» ὁ ἄνθρωπος, πού

• ΑΠΑΙΤΕΙ ἀπό τόν Θεό - θέτοντάς Του μάλιστα καί χρονικές προθεσμίες - νά τοῦ φανερώσει ἤ νά τοῦ δώσει πράγματα: ὑγεία, ζωή, εὐτυχία, δουλειά!...

• δέχεται τυχόν ὁράματά του ἤ «ἀποκαλύψεις», μέ σιγουριά ὅτι προέρχονται ἀπό τόν Θεό;

• ζητεῖ ἀπό τόν Θεό σημεῖα καί θαύματα, θεωρώντας τόν Θεό ὑποχρεωμένο νά τοῦ κάμει ὅ,τι Τοῦ ζητάει;

Οἱ ἅγιοι, ποτέ δέν θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους ἄξιο, νά λάβουν ἀπό τόν Θεό χαρίσματα. Τό μόνο πού Τοῦ ζητοῦσαν μέ ἐπιμονή καί ὑπομονή στήν προσευχή τους, ἦταν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τήν λύτρωσή τους ἀπό τήν αἰωνία κόλαση τοῦ χωρισμοῦ τους ἀπό τό Φῶς τοῦ Προσώπου Του.

Καί ὅταν κάποτε ὁ Θεός τούς ἔδινε κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμά Του, πολλοί Τόν παρακαλοῦσαν νά τούς τό πάρει πίσω, φοβούμενοι τήν ἔπαρση καί τήν ὑπερηφάνεια.

Τό μεγαλύτερο, λοιπόν, χάρισμα πού θά ἦταν καλό νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ταπείνωση ἐκείνου τοῦ ἑκατοντάρχου. Εἶναι ὁ μόνος σίγουρος τρόπος γιά νά «χωρέσει» ὁ Χριστός κάτω ἀπό τήν στέγη τῆς ψυχῆς μας.
Χωρίς πίστη στο Θεό δεν πάμε πουθενά

Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (stmark@mweb.co.za)

Η Ευαγγελική Περικοπή  αυτής της Κυριακής αναφέρεται στη μεγάλη αρετή της πίστεως στο Θεό, η οποία όμως πάντοτε πρέπει να συνοδεύεται κι από τις άλλες μεγάλες αρετές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη ζωή του καλού ανθρώπου, όπως είναι οι αρετές της ταπεινοφροσύνης και της αδιάκριτης αγάπης προς κάθε άνθρωπο που έχει την ανάγκη μας.

Η όλη στάση του Ρωμαίου αξιωματικού προς τον Ιησού αποδεικνύει ότι κοντά στο Θεό βρίσκεται αυτός που έχει τις αρετές αυτές. Έτσι στο διάλογο του με τον Ιησού ο Ρωμαίος εκατόνταρχος ομολογεί με πολύ ταπείνωση "Κύριε,ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης". Θα περίμενε κανείς, ως συνήθως, ότι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος ως αξιωματούχος των κυρίαρχων κατοχικών στρατευμάτων στη περιοχή της Καπερναούμ, αλλά και λόγω της Ρωμαϊκής υπεροψίας και του επαγγέλματος του να παρουσιάζεται με ένα συναίσθημα υπεροχής, περιφρόνησης και με ύφος δεσποτικό, όπως δηλαδή συνέβαινε το 1974 με τους βάρβαρους Τούρκους αξιωματικούς στη Κύπρο που βίαζαν ανήλικα παιδιά και ηλικιωμένες γριές γιαγιάδες και πυροβολούσαν ανυπεράσπιστα άοπλα γεροντάκια, ή όπως συμπεριφέρονται τώρα οι Εβραίοι αξιωματικοί στους άοπλους αδελφούς μας Παλαιστινίους, ή όπως χιλιάδες αδελφοί μας υπόφεραν για τόσα χρόνια με την αποικιοκρατία και  με την απαράδεκτη πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Θεός όμως αναδεικνύει ηγέτες που σώζουν τους λαούς τους. Τέτοιοι ηγέτες ήταν ο Μωϋσής, ο Γκάντι, ο Κενυάτα, ο Νάσσερ, ο Νυερέρε, ο Μακάριος, ο Νέλσων Μαντέλα, ο Αραφάτ, ο Οτσαλάν.

Το παράδειγμα του Ρωμαίου εκατόνταρχου αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την κάθε εποχή για τη συναδέλφωση των λαών και την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων. Έτσι βλέπουμε τον Ρωμαίο εκατόνταρχο να πλησιάζει τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν με ένα τρόπο όλο μετριοφροσύνη και ικετευτικά να παρακαλεί τον Ιησού για την θεραπεία του δούλου του.

Για να καταλάβουμε το μεγαλείο της πράξεως του Ρωμαίου εκατοντάρχου πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι από κοινωνικής πλευράς δεν θεωρούντο άνθρωποι. Τους έβλεπαν ως πράγματα όπως είναι τα άλλα πράγματα που τα χρειάζεται ο άνθρωπος για μια καλύτερη ζωή. Θεωρούσαν δηλαδή τους δούλους πράγματα καλά, όχι όμως απαραίτητα. Φαίνεται ότι η μόνη εξαίρεση σ' αυτή την κοινωνική αδικία ήταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος που με πολύ αγάπη βλέπει τον δούλον του ως τον συνάνθρωπόν του που πρέπει να βοηθούσε όπως θα αντιδρούσε για να βοηθήσει έναν από τους γονείς του ή ένα από τα παιδιά του ή ένα από τους συγγενείς του.

Στο διάλογο του Χριστού με τον Ρωμαίο εκατόνταρχο, ο εκατόνταρχος αποδεικνύεται ότι είναι ένας άνθρωπος εκλεκτός που προκαλεί ένα μοναδικό θαυμασμό γιατί σύμφωνα με το λόγο του Χριστού "ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον".

Και στην περίπτωση αυτή το θαύμα είναι καρπός της πίστεως του ανθρώπου που βρίσκεται σε ανάγκη και ζητά από το Χριστό να επέμβει για να λυτρωθεί, έστω κι αν η ωφέλεια του θαύματος αναφέρεται σε κάποιο άλλον από το πρόσωπο που το ζητά. Από εδώ φαίνεται η μεγάλη αξία της προσευχής μας για τα πρόσωπα που αγαπούμε. Γι' αυτό η προσευχή μας για τους άλλους είναι απαραίτητη, είναι έκφραση της πίστης μας στο Χριστό ότι η δύναμη του Θεού είναι πάντοτε μεγαλύτερη από τη δύναμη της κακίας των κακών ανθρώπων.

Όταν λέμε ότι πιστεύω σε κάποιον σημαίνει ότι τον εμπιστεύομαι. Έτσι στη περίπτωση του εκατόνταρχου το μεγαλείο της πίστεως του στον Ιησού Χριστόν φαίνεται από το μέγεθος της εμπιστοσύνης του στο πρόσωπο του Χριστού, όπου πιστεύει ακράδαντα όχι μόνο η παρουσία του Χριστού κοντά στον άρρωστο δούλο θα επιφέρει τη θεραπεία του, αλλά ότι και ο απλός λόγος του ακόμη μπορεί να το θεραπεύσει. Γι' αυτό και ο Χριστός θαυμάζοντας τη μεγάλη του πίστη, του είπε "ύπαγε, και ως επίστευσας γεννηθήτω σοι". Και πραγματικά, από την στιγμή εκείνη, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ευαγγελιστή Ματθαίου, ο Παραλυτικός δούλος του εκατόνταρχου έγινε καλά.

Η πίστη του εκατόνταρχου δημιουργείται από την αγάπη του προς τον συνάνθρωπό του, που στην προκειμένη περίπτωση εκφράζεται με το άμεσον ενδιαφέρον του για την θεραπεία του δούλου του, ο οποίος έστω και δούλος δεν παύει να είναι δημιούργημα κατ' εικόνα Θεού, παιδί του Θεού, γι' αυτό και αδελφός μας.

Ανάμεσα στα άλλα προσόντα που διέκριναν τον Ρωμαίο εκατόνταρχον ήταν και το ταπεινό του φρόνημα, ήταν άνθρωπος ταπεινός. Άλλωστε αυτό που τον οδηγεί στην ομολογία της αναξιότητας του να φιλοξενήσει στο σπίτι του τον Ιησού είναι το ταπεινό του φρόνημα. Η διαπίστωση αυτή του εκατόνταρχου δεν γίνεται βέβαια λόγω ακαταλληλότητας του σπιτιού του, αλλά διότι έχει συναίσθηση της προσωπικής του αναξιότητας σε σχέση με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και το πιο σημαντικό είναι ότι αναγνωρίζει κι ομολογεί και γνωστοποιεί την αναξιότητα του δημόσια.

Είναι γνωστόν από την κοινή πείρα, όταν μας συμβεί κανένα κακό, μια ασθένεια, ένα δυστύχημα, μια αναποδιά, είμαστε έτοιμοι να δηλώσουμε δημόσια και έμπρακτα την μικρότητα μας και την αναξιότητα μας. Αυτό που ακριβώς έκανε κι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και δικαιώθηκε.

Εμείς τι κάνουμε σε τέτοιες περιπτώσεις; Μένουμε στα λόγια ή προχωρούμε στα έργα, κάνουμε δηλαδή αυτό που γνωρίζουμε ότι είναι σωστό και καλό, ή απλώς έχουμε στην αρχή την καλή διάθεση και τον ενθουσιασμό και μετά δεν κάνουμε τίποτα που μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή και να μας φέρει πιο κοντά στον Θεό. Τις περισσότερες φορές μένουμε στα λόγια μέχρι που να την ξαναπάθουμε.

Είναι γι' αυτό που είναι τιμή και δόξα σ' αυτούς που μένουν πιστοί και συνεπείς ως το τέλος, όχι μόνο γιατί έτσι μιμούνται τις αρετές του Ρωμαίου εκατόνταρχου, αλλά κι επειδή έτσι εκφράζουν έμπρακτα την πορεία τους προς την Μετάνοια που μας ζητά επίμονα ο λόγος του Θεού για να μπορέσουμε να εισέλθουμε στην Βασιλεία των Ουρανών. "Μετανοείτε ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών".

Σ' αυτή την κατεύθυνση όμως ακολουθούν ελάχιστοι, οι εκλεκτοί, γιατί συνήθως η υπερβολή που δίνουμε στις υλικές αξίες, η οικονομική άνεση, τα κοσμικά προσόντα, η δόξα του κόσμου κι αμαρτωλά πάθη, χωρίς να το συνειδητοποιούμε μας παρέχουν ένα συναίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων ανθρώπων, που τους θεωρούμε κιόλας πιο αδύνατους από μας σε όλα. Φαινομενικά το συναίσθημα αυτό μας ικανοποιεί γιατί μας τροφοδοτεί με ένα εφησυχασμό που μας κάνει να νοιώθουμε άνετα κι ανώτεροι. Στη πραγματικότητα όμως ζούμε μέσα στην αυταπάτη που εκφράζεται με τη λήθη των ορίων μας. Αυτή η αυταπάτη έστω και αργά συνειδητοποιείται μέσα από τα γεγονότα της ζωής μας όταν κάνουμε λάθη που δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι τα κάναμε εμείς. Τα προβλήματα όμως που μας περιβάλλουν μαρτυρούν επίμονα το αντίθετο. Την αυταπάτη μας τη δημιουργούμε οι ίδιοι. Ό,τι σπείρουμε θερίζουμε. Τα προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία μας τα δημιουργούμε οι ίδιοι είτε με τη συμμετοχή μας στη δημιουργία τους, είτε με τη ανοχή μας στις κοινωνικές αδικίες που επιτρέπουμε να διαπράττουν οι άνομοι, οι άδικοι κι οι εκμεταλλευτές κι οι απατεώνες.

Μπορεί κάποιος να τα αποφύγει όλα αυτά, μόνο αν έχει ταπεινό φρόνημα, που σύμφωνα με την χριστιανική αντίληψη αποτελεί και το θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Ο άνθρωπος που ζει πνευματικά δεν ξεχνά τα όρια του, κι όταν δεν ξεχνάς τα όρια σου τα λάθη σου ή τα προλαμβαίνεις και τα αποφεύγεις ή τουλάχιστον περιορίζονται στο ελάχιστον βρίσκοντας τη δύναμη με τη βοήθεια του Θεού να τα αντιμετωπίσεις με τις καλύτερες δυνατές λύσεις ή τουλάχιστον τις λιγώτερο οδυνηρές λύσεις.

Γι' αυτό το λόγο καμιά αρετή δεν μπορεί να έχει αξιολογικό περιεχόμενο χωρίς την ταπεινοφροσύνη. Όλοι οι καρποί της πνευματικής ζωής όπως είναι η αγάπη, η αλήθεια, η πίστη, η προσευχή, η μετοχή μας στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας χάνουν το νόημα τους όταν δεν στηρίζονται στο ταπεινό φρόνημα. Γιατί, από τη στιγμή που μια αρετή γίνεται "προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις" και υπηρετεί την υποκρισία και την ατομική και εγωϊστική προβολή, παύει να έχει Χριστολογικό περιεχόμενο και κατά συνέπεια κάποιο πνευματικό κίνητρο που να μας οδηγεί στην εν Χριστώ σωτηρία.

Ο άνθρωπος που είναι ταπεινός αδειάζει τα εγωϊστικά στοιχεία που έχει μέσα του και έτσι αντιμετωπίζει τον εγωκεντρισμό του αποτελεσματικά και νικηφόρα. Τότε ο πνευματικός άνθρωπος με το δυναμικό όπλο του ταπεινού φρονήματος γκρεμίζει τείχη που τον χωρίζουν από την επαφή του με την κοινωνία του με τους ανθρώπους και το Θεό.

Με τον τρόπο αυτό ο αγωνιζόμενος άνθρωπος ξεφεύγει από τον κίνδυνο της απομόνωσής του, παύει πλέον να απολυτοποιεί τον εαυτό του μέσα στον χώρο που ζει, έχει συναίσθηση των ορίων του, δεν περιφρονεί τους συνανθρώπους του που συναντά στο περιβάλλον του γιατί ξέρει ότι τους έχει ανάγκη, όχι για να τόσο για να τον βοηθήσουν, όσο για να εκδηλώσει ο ίδιος την αγάπη του προς αυτούς, γιατί μόνο μέσα από την αγάπη μας προς τον κάθε άνθρωπο θα μπορέσουμε να φθάσουμε στο δρόμο της αγάπης του Θεού.

Αυτό ακριβώς έκανε κι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος. Μέσα από την αγάπη του προς τον δούλο του έφθασε στην αγάπη του Χριστού. Γι' αυτό με την αγάπη μας προς τους άλλους μεταμορφωνόμαστε σε οικοδόμους της κοινωνίας που πασχίζουν με την κοινωνική τους προσφορά να μεταβάλουν τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού.

Τότε ο άνθρωπος που κινείται μέσα σ' αυτή την κατεύθυνση γίνεται μιμητής Χριστού, γίνεται πραγματικός Χριστιανός, γιατί χριστιανός δεν είναι απλώς όποιος έτυχε να βαπτισθεί από μικρός, αλλά όποιος το επιβεβαιώνει μέσα από τη συνέπεια της ζωής του να ζεί σύμφωνα με τις θείες εντολές του Χριστού, έτοιμος να θυσιάζει τη ζωή του για να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων εκείνων των ανθρώπων που αδικούνται και υποφέρουν.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Εμοί το ζην Χριστός
Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

«Μιμνήσκομαί σε, Πέτρε, και εκπλήττομαι• αναμιμνήσκομαί σε, Παύλε, και εξιστάμενος δάκρυσι συνέχομαι. Τι γαρ είπω η τι λαλήσω αναθεωρών υμών τας θλίψεις, ουκ οίδα. Πόσας φυλακάς ηγιάσατε; Πόσα δεσμωτήρια εφωτίσατε; Πόσας βασάνους υπεμείνετε;»

Συγκλονίζεται, αδελφοί μου, ο Ιερός Χρυσόστομος μπροστά στις μορφές των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

Βλέπει την ημέρα της μνήμης τους σαν μία ημέρα που γιορτάζει ο ουρανός και η γη και οι ουράνιες δυνάμεις ενώνονται με τις πτωχές ανθρώπινες φωνές για να υμνήσουν «Πέτρον τον κορυφαίον των Αποστόλων», που είναι η πέτρα της πίστεως και Παύλον, το καύχημα της οικουμένης.

Όσο για τον εαυτό του, δεν βρίσκει λόγο να εξυμνήσει τους «εγκωμιάσαντας το γένος ημών» («ου ευρίσκω λόγον επάξιον εγκωμιάσας τους εγκωμιάσαντας το γένος ημών»).

Και αξίζει πραγματικά, στη σύγχυση που επικρατεί γύρω μας και στον σκοτασμό του νοός που, κατά την έκφραση των θεοφόρων Πατέρων, έχει κυριεύσει τον παράγοντα άνθρωπο, να σταθούμε στον εμπειρικό λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Εμοί το ζην Χριστός» (Φιλ. 1,21) για να πάρουμε για τον εαυτό μας σωτήρια μηνύματα, αλλά κυρίως να στρέψουμε τα μάτια της ψυχής μας στον νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης, που είναι ο Χριστός, ώστε να δεχθούμε έστω και μία μικρή ακτίνα του θείου φωτός Του.

«Εμοί το ζην Χριστός»

1) Στις ελάχιστες αυτές λέξεις φανερώνει, ο φτερωτός Απόστολος, το κήρυγμα του ευαγγελίου του, ολόκληρο, δηλαδή, το Ευαγγέλιο, το οποίο δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά αποκάλυψις Ιησού Χριστού.

Μας το υπενθυμίζει ο ίδιος: «Γνωρίζω υμίν το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ' εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον• ούτε γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι' αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. 1,16).

Φανερώνουν οι φράσεις αυτές την εμπειρία της Δαμασκού, το θαύμα του ανθρώπου εκείνου που συναντάται πρόσωπον προς πρόσωπον με τον Αναστάντα Χριστό,

που τον ρωτάει πατρικά: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» (Πραξ. 9,4).

που τον προσκαλεί να γίνει Απόστολος και κήρυκας της Αναστάσεώς Του,

που τον φορτώνει με την ευθύνη του ευαγγελισμού των ψυχών ολόκληρης της οικουμένης, «του βαστάσαι το όνομά Του ενώπιον εθνών και βασιλέων ότι σκεύος εκλογής μου εστί».

Φανερώνουν οι ελάχιστες αυτές λέξεις, που δεν τις δίνουμε την ανάλογη σημασία, ούτε καν τις σκεπτόμαστε και γι' αυτό περνούν απαρατήρητες από το μυαλό μας, φανερώνουν την αγωνία του για μία ουράνια αποστολή, για ένα υπεράνθρωπο αγώνισμα• για τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου. «Ίνα γαρ παραστήση πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού», «ίνα πάντας κερδήση και Χριστώ προσαγάγη την Εκκλησίαν».

Ποιός, άλλωστε, μπορεί να λέγει μετά παρρησίας: «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ αγώ πυρούμαι»; «και εγενόμην τοις ιουδαίοις ως ιουδαίος, ίνα ιουδαίους κερδήσω» (Α' Κορ. 9,20);

Φανερώνουν οι φράσεις αυτές, ένα πανανθρώπινο όραμα, μία ευθύνη για ολόκληρη την οικουμένη, την «μέριμνα πασών των εκκλησιών» (Β' Κορ. 11,28).

Σαν να έχει γεννήσει ολόκληρη την οικουμένη.

Να, πως περιγράφει ο Ιερός Χρυσόστομος αυτήν την αγωνία του Αποστόλου: «Έτρεχε προς βοήθειαν όλων. Έτσι αγωνιζόταν να βάλει όλους στη Βασιλεία του Θεού, θεραπεύοντας, παρακαλώντας, υποσχόμενος, προσευχόμενος, ικετεύοντας, φοβερίζοντας τους δαίμονες, διώχνοντας όσους τους διέφθειραν».

2) Τι είναι όμως ο Χριστός για τον Απόστολο;

Είναι ένας άνθρωπος; Είναι ένας φιλόσοφος, που ήλθε να διακηρύξει κάποιες αλήθειες η ακόμη για να βοηθήσει τους ανθρώπους και να βελτιώσει τη ζωή τους;

Ο Χριστός, για τον Απόστολο Παύλο:

Είναι ο Σωτήρας του κόσμου.

Είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, που έγινε άνθρωπος δια φιλανθρωπίαν «ίνα το περιάλωτον ευρών πρόβατον τοις ώμοις αναλαβών τω Πατρί προσαγάγη».

Είναι ο νικητής του θανάτου και της αμαρτίας. («ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον και απαλλάξη τούτους όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας») (Εβρ. 2,15).

Γι' αυτό τον ακούμε να τονίζει στο μαθητή του Τιμόθεο «ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α'Τιμ. 1,15).

Χάρις στην έλευση του Χριστού στον κόσμο, ελευθερωθήκαμε από την αμαρτία. Μας έδωσε ο Χριστός τη δυνατότητα της αιωνίου ζωής, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο, που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών.

Ο Χριστός, για τον Απόστολο Παύλο, είναι η ζωή του κόσμου. Το είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιω. 11,25).

Το επαναλαμβάνει το στόμα του Χριστού, ο Απόστολος Παύλος: «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. 3,4).

Είναι η ζωή που ζωοποιεί με τη δημιουργική και θεοποιό ενέργειά Του. Έτσι το εβίωσε ο Απόστολος και έτσι το χαρακτηρίζει μετά την εμφάνιση του Χριστού στο δρόμο της Δαμασκού που του άνοιξε τους ορίζοντες της σκέψεως και της υπάρξεώς του.

Αισθανόταν μέσα του να κυριαρχεί αυτή η ζωή, όχι συναισθηματικά, αλλά εμπειρικά. Γι' αυτό και έλεγε: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20).

Και αυτή η ζωή συνεχίζεται μέσα στο σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία μας.

Με το Βάπτισμα ενδυόμαστε το Χριστό. Γι' αυτό και ψάλλουμε: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε».

Δεν γινόμαστε απλώς μέλη της Εκκλησίας, όπως γινόμαστε μέλη στους διαφόρους συλλόγους, αλλά μέλη του σώματος του Χριστού.

Γινόμαστε ναοί του Παναγίου Πνεύματος με το Μυστήριο του Χρίσματος.

Θεούμεθα μέσα στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αφού γευόμαστε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

«Και πους Χριστός και χειρ Χριστός και τα πάντα Χριστός» θα πει ο Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Ο Χριστός, ακόμη κατά τον Απόστολο, είναι η ελπίδα του κόσμου, η μοναδική ελπίδα του κόσμου («ος εστι Χριστός εν υμίν, η ελπίς της δόξης» (Κολ. 1,27). Δεν υπάρχουν άλλες ελπίδες, αλλά ο Χριστός είναι η μοναδική ελπίδα.

Δεν στηριζόμαστε στα σχήματα του κόσμου, αφού ξέρουμε ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α' Κορ. 7, 31).

Δεν μένουμε στα πλούτη και στις απολαύσεις της παρούσης ζωής, αλλά αφήνουμε την ελπίδα μας στο Θεό, στο ζώντα και αληθινό Θεό.

Αυτή η ελπίδα στο Χριστό έκανε τον Απόστολο να παλεύει και «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας» (Εφεσ. 6,12) και να νικά με τη δύναμη του Χριστού.

Σκεπτόμαστε ακόμη, ακούγοντας αυτό το φοβερό λόγο του Αποστόλου «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος», τι θα μπορούσε να μας πει απόψε ο Απόστολος, ιδιαίτερα στις κρίσιμες αυτές στιγμές;

Τι θα μπορούσε να πει σήμερα σε μας τους Έλληνες ο Απόστολος Παύλος, αφού είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας μας και είναι αυτός ο οποίος έβρεξε το έδαφος της πατρίδας μας με τα δάκρυά του και μας πότισε με το άδολο και σωτήριο γάλα της πίστεως στο Χριστό;

Το πρώτο. Αυτό που είπε στους Αθηναίους «πάσι πανταχού μετανοείν» (Πραξ. 17, 31). Η μετάνοια είναι η πρώτη προτροπή του Αποστόλου Παύλου.

Κι αν είμαστε Κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και αρχόμενοι, οφείλουμε οι πάντες να μετανοήσουμε, γιατί σκανδαλίζουμε τους ελαχίστους αδελφούς του Θεού, γιατί πικράναμε το Θεό και φυγαδεύσαμε τη χάρη του Θεού.

Το δεύτερο που μας υπενθυμίζει ο Απόστολος, ως πνευματικός πατέρας που είναι: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών» (Β' Θεσσ. 2,16).

Σταθερότητα στον τρόπο ζωής, στην παράδοση και στο φρόνημα της Εκκλησίας για να μην αλλοτριωθούμε από εκείνα τα ρεύματα που θέλουν να μας πνίξουν μέσα στα νερά της απιστίας και της παγκοσμιοποιήσεως.

Και τέλος, ο Απόστολος μας οπλίζει με θάρρος, μας γεμίζει με χαρά τονίζοντας σε όλους μας:

«Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείθε, το αυτό φρονείτε, ειρηνεύετε• και ο Θεός της αγάπης και ειρήνης έσται μεθ' υμών» (Β' Κορ. 13,11).

ΑΜΗΝ

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Οι Άγιοι Απόστολοι

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος

Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  ἐφθάσαμε εἰς τό τέλος τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. 

Κατ᾽ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε ὅτι ''ἀπόστολος'' σημαίνει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπό κάποιον ἄλλον γιά κάποια ἀποστολή. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Ἀπόστολοι, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, ἐστάλθησαν ἀπό τόν ἴδιον τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Πατρός εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. 

Ἑπομένως οἱ Ἀπόστολοι δέν ἦσαν αὐτόκλητοι, ἀλλά ἦσαν ὄντως θεόκλητοι ἐφ᾽ ὅσον ἐδιαλέχθησαν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Γιά νά καταλάβωμε τό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τους ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι ἐτόλμησαν, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ φυσικά, νά τά βάλλουν μέ ἀπόρθητες μέχρι τότε αὐτοκρατορίες, μέ παγιωμένους ἀντίθεους κοινωνικούς θεσμούς. Καί ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν.

Ἡ μοναδική τους ἀξία ἔγκειται εἰς τό ὅτι αὐτοί καί μόνον αὐτοί ἦσαν, ὅπως λέμε, οἱ ''αὐτόπται τοῦ Λόγου'', ἐφ᾽ ὅσον παρηκολούθησαν ἀπό κοντά βῆμα πρός βῆμα ὅλα τά λόγια, τίς ἐνέργειες καί τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πῆ στούς Ἀποστόλους λίγο πρίν ἀναληφθῆ, ἐσεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες...» (Πράξ. α´, 8). ''Θά μοῦ εἶσθε δηλαδή μάρτυρες σέ ὅλην τήν οἰκουμένη γιά ὅσα εἴδατε ἀπό μένα, τόν Κύριό σας, καί ἀκούσατε. Αὐτά καί μόνον αὐτά θά πῆτε στούς ἀνθρώπους''. Τίποτε δηλαδή περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο.

Ἔτσι ἀπό τότε ὅλη ἡ μετέπειτα χορεία τῶν Ἁγίων, ἄν τό καλοσκεφθοῦμε, εἴτε αὐτοί ἦσαν ὅσιοι, εἴτε ἦσαν μάρτυρες, εἴτε ἦσαν θεολόγοι, ἱεράρχαι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅλη αὐτή ἡ πάνδημος ἐκλεκτή χορεία τῶν Ἁγίων οὐσιαστικά δέν εἶναι παρά ἕνας εὐκλεής πνευματικός γόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἐν γένει διδασκαλίας των.

Αὐτοί πρῶτοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, πού εἶναι ὁ θάνατος, ἐφ᾽ ὅσον αὐτοί πρῶτοι εἶδαν τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καί τήν μετέδωσαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί βασιζόμενοι σ᾽ αὐτή τους τήν προσωπική ἀναστάσιμη ἐμπειρία, τήν ὁποία μετέδωσαν ἀπό οἶκτο καί ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐμαρτύρησαν σχεδόν ὅλοι τους καί ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα συνεχές χαρούμενο μαρτύριο. Αὐτοί μόνοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ θάνατος. Καί ὅπως τό καταλαβαίνομε ὅλοι μας, γιά τό μόνο πρᾶγμα πού δέν μποροῦμε νά ὑποκριθοῦμε εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ ζωή.
Ἐκήρυξαν μία νίκη πού ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὄχι ἁπλῶς δέν τήν ἐπεσήμανε, ἀλλά οὔτε κἄν ἐτόλμησε νά τήν σκεφθῆ, ἤ ἔστω νά τήν διανοηθῆ, οὔτε κἄν νά τήν νοσταλγήση.

Εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ἐκεῖνο τό ὁποῖο λέγομε συνέχεια εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν - δηλαδή οἰκουμενικήν - καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» πιστεύομεν. Πού σημαίνει ὅτι ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητά Της. Ὅτι δηλαδή στηρίζεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Διότι ὁ Χριστός, ἴσως δέν τό ἔχομε σκεφθῆ, δέν ἔγραψε τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Πατρός.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ''ὁ γραπτός Νόμος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο'', γιατί οἱ πρωτόπλαστοι ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Παράδεισο δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό γραπτό νόμο. Ἔτσι ὁ γραπτός Νόμος οὐσιαστικά, ὅσο κι ἄν μᾶς φανῆ παράξενο, εἶναι ἕνα μεταπτωτικό  κατάντημα. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός τοῦτος Πατήρ: '' Ἕνα δεύτερο μεγαλύτερο κατάντημα εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπάρχη ὁ γραπτός Νόμος, ἐμεῖς τόν περιφρονοῦμε''.
Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγραψε οὔτε μία λέξι. Ὅμως κατέγραψαν οἱ Ἀπόστολοι τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία φυσικά καί ἐδιδάχθησαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό καί δέν ἔγραψαν τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἐκεῖνο πού ἐδιδάχθησαν. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε ὀλιγώτερο. 

Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ λεγομένη ''Ἀποστολική Παράδοσις'', ἡ ὁποία περιλαμβάνει φυσικά τήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐν γένει Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή τά πρῶτα ἤθη καί χριστιανικά ἔθιμα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν πρωτοχριστιανική περίοδο. Ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ὁ τρόπος τῆς χειροτονίας διά τῆς χειροθεσίας, ὅπως ὁ πυρῆνας τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως ἡ πρώτη τότε Ἀποστολική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔλαβε χώραν τό 49 μ.Χ., μέ πρόεδρο ὄχι τόν Ἀπόστολο Πέτρο ἀλλά τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο - αὐτό διά τούς Λατίνους -, ἀπό τήν ὁποία τότε πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει ὁ λεγόμενος ''συνοδικός θεσμός'' τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. 

Τότε οἱ Ἀπόστολοι συνεκεντρώθησαν ἐπί τό αὐτό γιά νά ἐπιλύσουν ὁμόφωνα τά τότε τρέχοντα προβλήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει, ὅπως εἴπαμε, ὁ συνοδικός θεσμός. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὡς ὑψίστη αὐθεντία μόνον τήν οἰκουμενική σύνοδο καί ὄχι τήν αὐθεντία κάποιου προσώπου, μεμονωμένα, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Δυτικοί ἔχουν τήν αὐθεντία τοῦ Πάπα. Εἶχε δίκιο ὁ μακαριστός Ἅγιος Σέρβος θεολόγος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς - πού σημειωτέον ἐγνώριζε ἄπταιστα Ἑλληνικά -, ὅταν ἔλεγε ὅτι ''τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ μεγάλες πτώσεις τῆς ἀνθρωπότητος: Τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Πάπα''.

Ἔτσι διεμορφώθη ἡ Ἀποστολική Παράδοσις. Τώρα, γιά νά ἔχωμε ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως θά πρέπη ὑποχρεωτικά νά στηριχθοῦμε εἰς τήν Πατερική Παράδοσι, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν Ἀποστολική Παράδοσι εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Καί ἔδωσαν ὀρθή ἑρμηνεία, διότι αὐτοί οἱ Πατέρες εἶχαν καθαρθῆ, εἶχαν φωτισθῆ, εἶχαν θεωθῆ, εἶχαν θεῖες ἐμπειρίες καί θεοπτίες. Καί ὅπως εἴπαμε θά πρέπη νά στηριχθοῦμε, ἐκτός ἀπό τούς Πατέρες, ἐπί πλέον καί εἰς τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. 

Ἡ Πατερική Παράδοσις εἶναι ἰσοστάσια μέ τήν Ἀποστολική. Ἄν τήν ἀπορρίψωμε, τήν Πατερική Πράδοσι - διότι διάφοροι στίς ἡμέρες μας, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους, εἴτε σκόπιμα θά ἤθελαν νά τήν πετάξουν -, τότε θά πέσωμε εἰς τήν ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πού σημαίνει ὅτι ὁ καθένας θά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί θά τά τήν ἑρμηνεύη ὅπως θέλει, ἤ καλύτερα, ἐπηρεαζόμενος ἀπό τά πάθη του - εἴτε τά καταλαβαίνει, εἴτε ὄχι - θά ἐνεργῆ ἀνάλογα. Καί θά καταντήσωμε λίγο-πολύ σάν τούς Προτεστάντες, πού εἶναι χίλια καί πλέον κομμάτια.

Καί τέλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τοῦτο: Ἀποστολική Παράδοσις θά πῆ παράδοσις ἀπό τόν Χριστό διά τῶν Ἀποστόλων εἰς τόν κόσμον αὐτῆς καθ᾽ ἑαυτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε μόνο, ἤ ἐκήρυξε, ἤ ἐθαυματούργησε, ἀλλά ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος παρέδωσε εἰς τούς αἰῶνας τήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Διότι καί κάποιοι ἄλλοι πού ἄκουσαν ἴσως τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί θά μποροῦσαν νά γράψουν κάποια εὐαγγέλια. Ὅμως αὐτοί οἱ ἄλλοι δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς παραδώσουν τήν Ἐκκλησία.

Καί ὅταν λέμε ''Ἐκκλησία'' ἐννοοῦμε τά Μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί πρωτίστως τήν πηγή τῶν Μυστηρίων, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ Ἱερωσύνη, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί μετέδωσαν στούς μετέπειτα τήν Ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχη, σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀνησυχοῦμε γιά τήν τύχη τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς νά ἀνησυχοῦμε, ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα, γιά τήν τύχη τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει αὐτό πού λέμε ''συνεχῆ ἀποστολική διαδοχή'', ἐφ᾽ ὅσον μόνον στούς καταλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει κατατεθειμένη ἡ συνεχής ἀποστολική διαδοχή, ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως τῆς σήμερον. Οὔτε δηλαδή στούς Δυτικούς, οὔτε στούς Κόπτες, οὔτε στούς Ἀρμενίους, οὔτε στούς πάσης φύσεως σχισματικούς ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή. Ὅλοι αὐτοί δηλαδή ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι καί οἱ ἐντός τῆς Ἑλλάδος Παλαιοημερολογῆται.

Καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ σωτηρία εἶναι ἀβεβαία. Καί ἄν κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἐν ἀγνοίᾳ του, φυσικά ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά. Κριτής φυσικά εἶναι μόνος ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό πεποίθησι, ἀπό κακή πρόθεσι, τότε τά πράγματα δυστυχῶς δυσκολεύουν γιά ἐκεῖνον σέ βαθμό ὑπερθετικό.

Εὔχομαι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί νά ἀγωνισθοῦμε, ὄχι ὅπως μᾶς ἀρέση ἐμᾶς ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό πρότυπο, πού ὅπως εἴπαμε, τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ἀποστολικοῦ προτύπου θά τήν βροῦμε στήν Πατερική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, οὕτως ὥστε νά εἰσέλθωμε εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἐν μέσῳ ἁγίων, εὐκλεής καρπός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἀμήν.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. (29-6-2008)



Ὁ Μέγας καί κορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὑποβάλλει σέ ὅλους μας μία ἐρώτηση, τήν ὁποία σᾶς μεταέρω: Εἴμαστε χριστιανοί, πραγματικοί χριστιανοί, ναί ἤ ὄχι; Ἐάν ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί, δέν σημαίνει, ὅτι πράγματι εἴμαστε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει, νά μή ἀγαποῦμε τόν Θεό μέ τήν γλώσσα, μέ λόγια μόνο, ἀλλά μέ ἔργα, νά ἔχουμε ἁπτές ἀποδείξεις καί μαρτυρίες.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε καί ἔδειχνε στούς Γαλάτες, πού τόν ἀμφισβητοῦσαν, ὅτι δέν εἶναι γνήσιος Ἀπόστολος, ἔδειχνε τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τίς πληγές, πού δέχτηκε γιά τό Ὄνομά Του. Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Γιά τό τί εἶμαι ἔχω μία ἀπολογία, τά στίγματα, τά παθήματα καί τούς κινδύνους, πού ὑπομένω γιά τόν Χριστό. Αὐτά μαρτυροῦν λαπρότερα ἀπό κάθε φωνή καί σάλπιγγα, ὅτι ἐγώ τά ὑπομένω γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Δέν τά ἔχω ἁπλῶς, ἀλλά τά βαστάζω, σάν στεφάνι νικητικό καί σάν παράσημα καί διάδημα βασιλικό. Γι᾿ αὐτά καυχῶμαι καί μεγαλύνομαι καί παρησιάζομαι στόν Κύριο. Τά στίγματα μαρτυροῦν ὅτι εἶμαι γνήσιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ χριστιανός προσφέρει γιά τήν πίστη του, κουράζεται καί  θυσιάζεται. Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα (Β΄, πρός Κορ.) ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ ὅσα ὑπέμεινε γιά τήν πίστη του καί τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό: Ὑποβλήθηκα σέ κόπους περισσότερο ἀπό ὅ,τι θά περίμενε κανείς. Δέχτηκα χτυπήματα μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα, πού μοῦ προξένησαν βαθιές πληγές. Πολλές φορές μέ ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἀμέτρητες φορές κινδύνευσα νά θανατωθῶ. Ἀπό τούς Ἰουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα. Τρεῖς φορές μέ ἐράβδισαν, μία φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα στή θάλασσα καί κινδύνεψα νά πνιγῶ. Κάποτε διαλύθηκε τό πλοῖο στά ἀνοιχτά τῆς θάλασσας καί πάλευα ἕνα μερόνυχτο μέ τά ἄγρια κύματα.
Ὑπηρέτησα τόν Κύριο πολλές φορές μέ κοπιαστικές ὁδοιπορίες. Διέτρεξα κινδύνους σέ ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κινδύνεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου, ἀπό τό ἰουδαϊκό ἔθνος. Διέτρεξα κινδύνους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα σέ πόλεις, μέσα στή θάλασσα. Κινδύνεψα ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρινόντουσαν τούς ἀδελφούς.
Ὑπηρέτησα τόν Κύριο μέ κόπο καί μόχθο, μέ ἀγρυπνίες πολλές φορές, μέ πείνα καί δίψα, μέ νηστεῖες πολλές φορές, μέ ψύχος καί γυμνότητα. Ἐκτός ἀπό πολλά ἄλλα, πού παρέλειψα νά ἀπαριθμήσω, εἶχα καί τήν καθημερινή πίεση καί ἐπίθεση τῶν διωκτῶν μου καθώς καί τήν ἀγωνιώδη φροντίδα μου γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες.
Στή Δαμασκό φρουροῦσαν τήν πόλη, ἐπειδή ὁ διοικητής ἐκεῖ ἤθελε νά μέ συλλάβει. Μέ κατέβασαν ὅμως ἀπό ἕνα παράθυρο τοῦ τοίχους μέσα σέ δίχτυ καί ἔτσι ξέφυγα ἀπό τά χέρια τῶν διωκτῶν μου.
Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ὄχι σέ κάποιο γερό ἄνθρωπο, ἀλλά σέ ἕνα φιλάσθενο Παῦλο. Εἶχε κάποια σωματική ἀσθένεια, πού τόν ταλαιπωροῦσε. Ὁ σατανᾶς, λέει, τόν βασάνιζε, σάν νά τόν τρυποῦσε μέ μυτερό ξύλο. Καί πάλι ὅλα αὐτά τά δέχτηκε μέ χαρά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ πραγματικοῦ χριστιανοῦ.
Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του μᾶς ἐξιστορεῖ ὅσα ἀντιμετώπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων. Μέ τήν πίστη κατετρόπωσαν βασίλεια, ἔφραξαν στόματα λεόντων, δηλαδή τούς ἔρριξαν μέσα στά λεοντάρια, ἀλλά ἐκεῖνα δέν τούς ἔφαγαν. Ἔσβησαν τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τήν σφαγή, ἀναδείχθηκαν ἥρωες στόν πόλεμο. Ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα. Ἄλλοι βασανίσθηκαν μέχρι θανάτου, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους. Δηλαδή προτίμησαν νά θανατωθοῦν, παρά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί ἔτσι νά ἐλευθερωθοῦν. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη δεσμά καί φυλακή. Λιθοβολήθηκαν, τούς ἔκαναν κομμάτια μέ τό πριόνι, πέρασαν δοκιμασίες φοβερές, θανατώθηκαν μέ μαχαίρι. Περιπλανήθηκαν μέσα στίς ἐρημιές ντυμένοι μέ προβιές, ἔζησαν μέ στερήσεις, καταπιέστηκαν φοβερά, ὑπέμειναν θλίψεις καί κακουχίες. Περιπλανήθηκαν στά βουνά, μέσα σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅποιος γνωρίζει ἀπό Παλαιά Διαθήκη, καταλαβαίνει πολύ εὔκολα ποιούς ὑπονοεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος.
Ἀλλά, ἄν ἀνοίξουμε τό Συναξάρι καί διαβάσουμε τούς βίους τῶν Ἁγίων, θά δοῦμε ἐκεῖ μέσα βασανιστήρια φοβερά καί πρωτάκουστα. Τί δέν ἐπεννόησε ἡ διεστραμμένη φαντασία τῶν εἰδωλολατρῶν διωκτῶν! Ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν μέ καρτερία καί γενναιότητα τά τάγματα τῶν Μαρτύρων, οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκόμη διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν μένουμε ἔκβαμβοι ἀπό τά πνευματικά ἀγωνίσματα καί τά τιτάνια παλαίσματά τους. Ἑκούσιες στερήσεις ἀναψυχῆς καί ἀνάπαυσης, νηστεῖες αὐστηρότατες, ἐξαντλητικές ἀγρυπνίες, προσευχές ἀσταμάτητες, ἀμέτρητες μετάνοιες, ἡ ταπείνωση καί ὁ ἐξευτελισμός καί ἄλλες σωματικές κακουχίες εἶχαν τήν πρώτη θέση στή ζωή τους. Ὁ  πνευματικός τους ἀγώνας ἦταν ἀσταμάτητος, γιά νά κερδίσουν τόν ποθούμενο, δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας ἀναφερόμενος στούς Πατέρες τῆς Α΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει, ὅτι ἐκεῖ  μέσα ἦταν οἱ Ἅγοι Πατέρες ἄλλοι μέ ἕνα πόδι ἤ μέ ἕνα χέρι, χωρίς μάτια, μέ κομένη τήν μύτη ἤ τά αὐτιά, μέ ξεριζωμένα τά δόντια, μέ πολλές πληγές στά πρόσωπα, μέ σακατεμένα τά ἁγιασμένα σώματά τους. Ὅλοι εἶχαν τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί αὐτό εἶναι πίστις καί αὐτό σημαίνει χριστιανός. Ἄνθρωπος τῆς μαρτυρίας, τῆς ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου, τῆς θυσίας.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, θά τολμήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα, ἄν εἴμαστε χριστιανοί ἤ ὄχι; Πῶς καί μέ τί θά τό ἀποδείξουμε; Εἴμαστε χριστιανοί γιά νά προσφέρει σέ μᾶς ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ἤ γιά νά προσφέρουμε ἐμεῖς στόν Χριστό καί στούς ἀνθρώπους; Μᾶς ἀρέσει ὁ ἀγώνας, ἡ ἄσκηση ἤ ἡ ἀνάπαυση καί ἡ καλοπέραση; Μέχρι σήμερα τί κάναμε γιά τήν πίστη μας, γιά νά ἀποδείξουμε, ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Ὁ χριστιανός τῶν σαλονιῶν, τοῦ καναπέ καί τῆς τηλεόρασης, ὁ χριστιανός τοῦ καφενείου, τοῦ καφέ στή γειτονειά καί τοῦ κοτσομπολιοῦ δέν εἶναι κἄν χριστιανός.
Ἡ προσευχή ἔχει κάποιο κόπο. Ἡ νηστεία ἔχει δυσκολίες. Δέν εἶναι εὔκολο πάλι νά ἀφήσεις τόν πρωϊνό σου ὕπνο καί νά ἔρθεις στή θεία Λειτουργία. Οὔτε εἶναι τόσο εὔκολο νά ξεγυμνώσεις τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου στόν πνευματικό. Τό νά συγχωρήσεις τόν ἐχθρόν σου, προϋποθέτει μεγαλεῖο ψυχῆς. Γιά νά βοηθήσεις τόν πάσχοντα ἀδελφό σου, πρέπει νά ἔχεις μεγάλη καρδιά. Τό νά κόψεις τό δικό σου θέλημα, γιά νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι ἀρκετά ὀδυνηρό. Αὐτό πονάει, μᾶς στοιχίζει πολύ. Ὅταν αὐτά τά σχετικῶς ἁπλά καί ἐλάχιστα δέν μποροῦμε νά κάνουμε, πῶς θά φτάσουμε νά μαρτυρήσουμε καί νά πεθάνουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτό μᾶς ζητηθεῖ; Γιατί θά ἔρθει πάλι τέτοιος καιρός.
Θά τελειώσω μέ κάτι πού σᾶς τό εἶπα ἀρκετά παλαιότερα. Ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐξεστράτευε ἐναντίον τῶν Περσῶν, παρατήρησε σέ μιά μάχη, ὅτι ἕνας στρατιώτης ὅλο καί κρυβόταν, τήν μιά πίσω ἀπό ἕνα βράχο, τήν ἄλλη πίσω ἀπό ἕνα δέντρο κλπ. Μετά τήν μάχη τόν κάλεσε ὁ βασιλιάς καί τόν ρώτησε, πῶς σέ λένε; Ἐκεῖνος ἀπάντησε συνεσταλμένα, ὅτι Ἀλέξανδρος εἶναι τό ὄνομά του. Ἀ, τοῦ εἶπε, ἐδῶ θά τά χαλάσουμε. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι γενναῖος καί ἐσύ εἶσαι δειλός. Στό ἑξῆς ἕνα ἀπό τά δύο θά γίνει. Ἤ θά ἀλλάξεις τό ὄνομά σου ἤ θά ἀλλάξεις τακτική καί θά γίνεις κι᾿ ἐσύ γενναῖος.
Αὐτό θά πρέπει νά κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς: Ἤ θά ἀγωνισθοῦμε νά γίνουμε πραγματικοί χριστιανοί ἤ ἄν παραμείνουμε στήν κατάσταση πού εἴμαστε τώρα, νά παύσουμε νά  λεγώμαστε χριστιανοί. Τέτοιους χριστιανούς δέν τούς θέλει ὁ Χριστός. Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς φωτίσει νά κάνουμε τό σωστό καί νά γίνουμε ὅλοι μας ἄξιοι χριστιανοί. Ἀμήν.-      

Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.

  
Χθές στόν ἑσπερινό εἴπαμε κάποια πράγματα γιά τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Σήμερα θά μιλήσουμε γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο.
Ἡ πρώτη γνωριμία τῶν Ἑλλήνων μέ τόν Χριστό ἔγινε στά Ἱεροσόλυμα. Τότε εἶπε ὁ Χριστός τά πολύ σπουδαῖα λόγια, ἦρθε ἡ ὥρα νά δοξασθεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἐλληνικό γένος ἐδόξασε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του καί διέδωσε τήν νέα πίστη σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
 Ἐδῶ στόν ἑλλαδικό χῶρο ταχυδρόμος, ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἦρθε στήν Ἑλλάδα, ὄχι μόνος του, ἀλλά κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως. Εἶδε σέ ὄνειρο ἕναν μακεδόνα, πού τοῦ εἶπε, διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν. Ἔλα-πέρασε στήν Μακεδονία νά μᾶς βοηθήσεις. Αὐτό τό ἑρμήνευσε ὡς ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νά ἔρθει στήν Ἑλλάδα. Ἔτσι ἀπό τήν Τρωάδα πέρασε στήν Σαμοθράκη, στούς Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Ἀθήνα καί κατέληξε στήν Κόρινθο.
 Ἄς δοῦμε τόν κορυφαῖο Ἀπόστολο μέσα στήν Ἀθήνα. Γύρισε ὅλη τήν πόλη καί ἔβλεπε παντοῦ, σέ κάθε γωνιά καί ἕνα ἄγαλμα κάποιου θεοῦ. Δέν ἄφηνε στιγμή πού νά μή μιλάει γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν συναγωγή τῶν Ἰουδαίων. Χρησιμοποιώντας χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἑρμήνευε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔπρεπε ὁ ἕνας πιστός νά γίνουν δύο. Τό ἀντίθετο μέ αὐτό πού ἔγινε μέσα στόν παράδεισο μέ τήν πτώση στήν ἁμαρτία. Ἁμάρτησε ἡ μία, ἡ Εὔα καί παρέσυρε καί τόν ἄλλον στήν ἁμαρτία. Ἡ σωτηρία τώρα τόν ἴδιο δρόμο καί τόν ἴδιο τρόπο πρέπει νά χρησιμοποιήσει. Ὁ ἕνας νά γίνουν δύο, οἱ δύο τρεῖς κ.ο.κ.
Πρίν γεννηθεῖ κάποιος δέν γνωρίζουμε τίποτε γιά τό πρόσωπό του. Γιά τόν Χριστό ἀντιθέτως γνωρίζαμε πάρα πολλά, ἀφοῦ ὁ Μωϋσῆς καί οἱ Προφῆται εἶπαν καί ἔγραψαν τόσα πολλά. Αὐτό μόνο μέ τόν Χριστό συμβαίνει. Αὐτά χρησιμοποίησε ὁ Παῦλος, γιά νά ἀναφερθεῖ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκούοντας αὐτά οἱ Ἀθηναῖοι ζήτησαν νά ἐξηγήσει καί σ᾿ αὐτούς ἐκεῖνα πού ἔλεγε στούς Ἰουδαίους. Πές μας τί εἶναι αὐτά, γιά ποιόν Θεό μᾶς μιλᾶς καί ποιά ἀνάσταση Χριστοῦ; (Ἐδῶ πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχηγοί θρησκειῶν εἶναι μέσα στόν τάφο. Ἦλθον καί ἀπῆλθον. Πέθαναν καί χάθηκαν. Ἕνας τάφος εἶναι κενός, τοῦ Χριστοῦ. Καί Αὐτόν βέβαια τόν ἔβαλαν μέσα στόν τάφο, ἀλλά ἀναστήθηκε, βγῆκε ἀπό τόν τάφο, ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος.
Κάποιοι, ὅταν μᾶς ἀκοῦνε νά μιλᾶμε, διαμαρτύρονται. Μιλῆστε  μας, ὄχι γιά δογματικά θέματα, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη, γιά  τήν ἐλεημοσύνη. Ὅμως, ἀγαπητοί μου, ποιός μπορεῖ νά μιλήσει γιά ἀγάπη, ἄν δέν ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη; Ποιός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τήν ἐλεημοσύνη, ἄν δέν ἀφήνει τόν Χριστό νά κατευθύνει τό χέρι στό νά προσφέρει; Ὅλα λοιπόν ἀπό τόν Χριστόν ξεκινᾶνε.
Καλοπροαίρετοι οἱ Ἀθηναῖοι, παρ᾿ ὅτι εἰδωλολάτραι, ἄκουγαν τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μέ τόσους πολλούς θεούς πού εἶχαν, δέν ἔμεναν εὐχαριστημένοι καί ἱκανοποιημένοι. Κάτι ἄλλο θά πρέπει νά ὑπάρχει ἀνώτερο καί καλύτερο. Αὐτό ἐκμεταλλεύθηκε ὁ Παῦλος, γιά νά μιλήσει γιά τόν ἄγνωστο Θεό, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἔστησαν καί βωμό. Τούς μίλησε γιά ἕναν Θεό, ὄχι γιά πολλούς, πού εἶναι δημιουργός τῆς κτίσεως, πού ἔδωσε ζωή καί πνοή σέ ὅλα. Ἔκανε ἀπό ἕναν ἄνθρωπο ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι ἀπό δύο, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, ἀλλά ἀπό ἕναν, ἀφοῦ καί ἡ Εὔα ἀπό τόν Ἀδάμ δημιουργήθηκε. Ὅλοι κατάγονται ἀπό ἕναν ἄνθρωπο.
Ἄν τώρα κάποιος ἤθελε νά βρεῖ τόν Θεό, νά τόν συναντήσει, θά μποροῦσε νά τόν ψηλαφήσει, γιατί δέν εἶναι μακρυά ἀπό μᾶς. Δέν εἶναι στίς ψηλές κορυφές τοῦ Ὁλύμπου, κάπου μακρυά, ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἀλλά εἶναι πολύ κοντά μας. Δέν βρίσκεται μόνο μέσα στό ναό τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπως πίστευαν οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλά ὑπάρχει σέ κάθε γωνιά τῆς γῆς, σέ κάθε σημεῖο τῆς ὑφηλίου. Εἶναι πανταχοῦ παρών. Γι᾿ αὐτό κι᾿ ἐμεῖς δέν θά εἴμαστε συμμαζεμένοι μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἄν εἴμαστε βέβαια, καί ἔξω σάν ἄγρια θηρία θά κατασπαράσσει ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Καί ἔξω ὑπάρχει ὁ Θεός, πού βλέπει καί ἐλέγχει τά πάντα. Ἔτσι ἡ ζωή μας θά εἶναι προσεκτική καί μέσα στό Ναό καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ εἴμαστε γένος. Ἀπό Αὐτόν καταγόμαστε. Εἴμαστε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ. Μέσα στίς φλέβες μας τρέχει αἷμα Χριστοῦ. Ἄν αὐτό τό πιστεύουμε, τότε πρέπει νά πετάξουμε τά εἴδωλα πού καί σήμερα προσκυνοῦμε καί νά λατρεύουμε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν.
Ἀπ᾿ ἐδῶ καί πέρα ἀλλάξτε τρόπο ζωῆς. Ὁ Θεός παραγγέλλει σέ ὅλους νά μετανοήσουμε. Νά βροῦμε τήν ὁδό τῆς μετανοίας, πού βγάζει στόν παράδεισο. Κάποτε θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι δέν γνωρίζαμε καί τότε θά εἴχαμε κάποια ἐλαφρυντικά. Τώρα ὅμως δέ ἔχουμε δικαιολογίες. Ἀκούσαμε καί μάθαμε. Τά προηγούμενα χρόνια τῆς ἀγνοίας τά συγχώρησε ὁ Θεός. Ἀπ᾿ ἐδῶ καί πέρα προσοχή. Τά πράγματα γίνονται ἐπικίνδυνα. Ὁ Θεός ὥρισε ἡμέρα πού θά κρίνει, θά δικάσει τόν κόσμο ὅλο. Ὁ θάνατος εἶναι μία κρίσις. Τό σῶμα κατατίθεται στόν τάφο, μά ἡ ψυχή κρίνεται καί μετά θάνατον δέν ὑπάρχει μετάνοια. Κατά τήν δευτέρα τοῦ Κυρίου παρουσία θά ἔχουμε τήν δεύτερη καί τελική κρίση. Θά ἀναστηθεῖ καί τό σῶμα, γιά νά δοξασθεῖ ἤ νά τιμωρηθεῖ, νά πληρώσει, γιατί συνήργησε μέ τήν ψυχή στό ἀγαθό ἤ στήν ἁμαρτία.
Τά πράγματα τώρα ἀλλάζουν. Κατά τό κοινῶς λεγόμενο εἶναι σκοῦρα γιά μᾶς, γιατί πλέον μάθαμε, γνωρίζουμε. Ἡ κρίσις θά γίνει μέ δικαιοσύνη μέ κάποιον πού ὥρισε ὁ Θεός. Ποιός εἶναι αὐτός; Αὐτός πού ἐνανθρώπησε, πού σταυρώθηκε, πού ἀναστήθηκε, αὐτός πού θά ξαναέλθει. Μόνο Αὐτός ἔχει δικαίωμα νά κρίνει, κανείς ἄλλος.
Ὅταν ἄκουσαν γιά ἀνάσταση νεκρῶν, ἄρχισαν νά γελοῦν, νά εἰρωνεύωνται τόν Παῦλο. Καλά, τοῦ εἶπαν, τά ξαναλέμε. Τόν πέρασαν γιά τρελλό, ἐπειδή μιλοῦσε γιά ἀνάσταση νεκρῶν. Ἐννοοῦσαν, ἄδειασέ μας τώρα τήν γωνιά καί μή μᾶς ζαλίζεις μέ τίς ἀνοησίες σου.
Ἀγαπητοί μου,
Ἐμεῖς δέν εἴμαστε οὔτε ἄπιστοι, οὔτε εἰδωλολάτραι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι λεγόμαστε. Πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Ἄν ναί, νά τό δείξουμε, ὄχι μέ λόγια, ἀλλά μέ τήν ζωή μας. Μέ τήν μετάνοιά μας, μέ τήν ἀναστημένη ζωή, μέ τόν ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας, μέ τήν προετοιμασία μας γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἀποφύγουμε τήν μέλλουσα κρίση καί καταδίκη καί νά ἐπιτύχουμε τήν σωτηρία μας. Ἀμήν.-

Ο ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ

Ὁ μήνας ᾽Ιούνιος καταυγάζεται ἀπό τή μεγάλη ἑορτή τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29 ᾽Ιουνίου). Δέν πρόκειται περί μίας ἁπλῆς ἑορτῆς, ὅπως συνήθως ἑορτάζουμε τίς ὑπόλοιπες ἑορτές τῶν ἁγίων μας: νά θυμηθοῦμε τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους καί στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας νά τούς μιμηθοῦμε. Στόν ἐναγκαλισμό τῶν δύο ἀποστόλων, ὅπως τόν βλέπουμε στή γνωστή εἰκόνα τους, ἡ ᾽Εκκλησία μας πρόβαλε τή σύζευξη τῆς πίστεως καί τῶν ἔργων, μέ ἄλλα λόγια εἶδε τούς ἀποστόλους αὐτούς ὡς σύμβολο καί τύπο τῆς παραδόσεώς της.
Ὑπῆρξε, καί ὑπάρχει ἀκόμη σέ ὁρισμένους αἱρετικούς, ἡ ἄποψη ὅτι οἱ πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι ἀκολουθοῦν διαφορετικές παραδόσεις καί ἐκφράζουν διαφορετικές θεολογίες: ὁ ἀπόστολος Πέτρος – λένε -  τονίζει τά ἔργα ὡς δρόμο σωτηρίας, γεγονός πού τόν σχετίζει περισσότερο μέ τήν ᾽Ιουδαϊκή παράδοση, καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει κυρίως τήν πίστη, ἄρα εἶναι ὁ ρηξικέλευθος καί ὁ ἀληθινός χριστιανός. Τόν Πέτρο εἶδαν πολλοί ὡς πρότυπο τῆς θεολογίας τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία πράγματι ὑπερτονίζει τά καλά ἔργα εἰς βάρος συχνά τῆς πίστεως, καί τόν Παῦλο ἀπό τήν ἄλλη σχέτισαν μέ τόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὑποβαθμίζει τά ἔργα ὑπέρ τῆς πίστεως.
Γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους ὅμως μία τέτοια διασπασμένη κατανόηση τῆς θεολογίας τῶν ἀποστόλων αὐτῶν ἀποτελεῖ μεγάλη πλάνη. Καί τοῦτο γιατί καί οἱ δύο ἀπόστολοι ἐκφράζουν τήν ἴδια τελικῶς θεώρηση τῆς πίστεως. Δέν προβάλλει ἄλλον Χριστό ὁ Πέτρος καί ἄλλον ὁ Παῦλος. Καί οἱ δύο καταθέτουν τήν ἴδια ἐμπειρία, τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, γιά τήν ὁποία καί οἱ δύο ἔδωσαν μέ μαρτυρικό τρόπο τή ζωή τους. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἄλλωστε πού τούς φώτιζε, ἦταν καί εἶναι πάντοτε τό ἴδιο. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά παράδειγμα, τονίζει τήν πίστη ὡς προϋπόθεση τῆς σωτηρίας, ἐξαγγέλλει τήν κοινή μαρτυρία καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ποεξάρχοντος τοῦ Πέτρου (Βλ. π.χ. Α´Πέτρ. 1, 5-9. 21κ.ἀ.), κατά τήν ὁποία, ναί μέν ῾ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται᾽ (Ρωμ. 1,17), ἀλλά ἡ πίστη αὐτή ἐκφράζεται μέ τά ἔργα τῆς πίστεως, μέ τή μετάνοια δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, καί μέ τόν καρπό τῆς πίστεως, τήν ἀγάπη. ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6) κατά τή συνοπτική διατύπωσή του, πού σημαίνει ὅτι τότε ἡ χριστιανική πίστη ζωντανεύει καί ἐνεργοποιεῖται, ὅταν ἀκολουθεῖ τόν δρόμο τῆς ἀγάπης. Πρόκειται γιά διαφορετική διατύπωση τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἀποστόλου ᾽Ιακώβου, κατά τήν ὁποία ῾ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽ (2, 18). Διαφορετικά, ἡ πίστη μόνη μπορεῖ νά θεωρηθεῖ καί ὡς δαιμονική, ἀφοῦ ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσιν καί φρίττουσι᾽( ᾽Ιακ. 2,19).
῎Ετσι πίστη καί ἔργα (πίστεως) συμπορεύονται στή χριστιανική παράδοση, ἐνῶ ὁποιαδήποτε διάσπαση τῆς πίστεως ἀπό τά ἔργα ἑρμηνεύεται ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῆς ψυχῆς καί τοῦ διασπασμένου νοῦ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἐσωτερική δηλαδή διάσπαση, τήν ὁποία ζοῦν οἱ αἱρετικοί, λόγω τῆς ἐνεργούσας μέσα τους ἁμαρτίας, τούς ὁδηγεῖ καί στό νά βλέπουν διασπασμένη τή θεολογία τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Μέ ἄλλα λόγια καί στό σημεῖο αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἡ ψυχολογική ἀρχή, σύμφωνα μέ τήν ὁποία  ὁ κάθε ἄνθρωπος γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου προβάλλει στήν πραγματικότητα τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό: αὐτό πού ζεῖ, τό προεκτείνει καί πρός τά ἔξω.
Στήν πιθανή ἔνσταση ὅτι ἱστορικά ὑπῆρξε κάποια σύγκρουση τῶν πρωτοκορυφαίων - ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος τότε πού ῾ἦρθε ὁ Πέτρος στήν ᾽Αντιόχεια, τοῦ ἀντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ἦταν ἀξιοκατάκριτος. Γιατί πρίν ἔρθουν μερικοί ἄνθρωποι τοῦ ᾽Ιακώβου, ἔτρωγε στά κοινά δεῖπνα μαζί μέ τούς ἐθνικούς. Σάν ἦρθαν ὅμως, ὑποχωροῦσε καί διαχώριζε τή θέση του, ἐπειδή φοβόταν τούς ᾽Ιουδαίους᾽ (Πρβλ. Γαλ. 2,11 ἑξ.) - ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι διαφορετική: ἡ διαφωνία ἦταν γιά τήν τακτική τοῦ Πέτρου ἀπέναντι στούς ἐθνικούς καί ὄχι γιά τήν πίστη καί τήν ἀλήθεια πού ζοῦσε. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, εἴπαμε, πρόβαλε καί προβάλλει συνεχῶς τήν  ἑ ν ό τ η τ ά  τους μέσα καί ἀπό τήν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς τους, ὅπου τούς τοποθετεῖ σέ ἐναγκαλισμό.
Ἡ μεγάλη λοιπόν ἑορτή τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τή συνοδεύει καί μέ νηστεία (γι᾽ αὐτούς γίνεται ἡ νηστεία καί ὄχι γιά τήν ἑπομένη, τῆς σύναξης τῶν ἀποστόλων), μᾶς ὑπενθυμίζει τή βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε καί νά σχετιστοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν μαζί μέ τήν πίστη μας σέ ᾽Εκεῖνον δέν κινητοποιηθεῖ καί ὅλη ἡ ζωή μας. Μέ ἁπλά λόγια, ἡ ἀγάπη μας γιά τόν συνάνθρωπο (αὐτό σημαίνει κυρίως κινητοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ μας) ἀποτελεῖ καί τή σπουδαιότερη ἐπιβεβαίωση τῆς πραγματικῆς πίστεώς μας.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΑΥΛΟ


ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ
Σάν μέσα σ᾽ ὄνειρο γλυκό, ἁγιόραμα μοῦ ᾽δόθη
- ἐντός τοῦ σώματος, ἐκτός – δέν μπόρεσα νά βρῶ,
καί σ᾽ ἄλλον κόσμο βρέθηκα, σάν σέ μιά ἄλλη ὄχθη,
μέ ὁδηγό καί σύντροφο ἕν᾽ ἄγγελο ἁβρό.

Γλυκά μοῦ μίλησε στ᾽ αὐτί, πού ρίγησ᾽ ἡ ψυχή μου,
῾θέ νά σοῦ δείξω᾽, ἄκουσα, ῾μέλος τρανό ᾽Ιησοῦ,
ἕν᾽ ἅγιο πού τό θωρῶ τιμή κι ἀναψυχή μου
νά κάνω λόγο γιά αὐτόν, τόν Παῦλο τῆς Ταρσοῦ.

Τήν ᾽Εκκλησία ρήμαζε, πρίν εὕρει τόν Χριστό του
κι ἔπνεε φόνο κι ἀπειλή τήν κάθε μιά στιγμή,
μά λάμψη, ὅταν φώτισε, τόν ἄδειο ἑαυτό του,
εἶδε τήν κατακρύλα του, στάθηκε μέ πυγμή.

Δέν θά μέ φτάσει ὁ καιρός τά ἔργα ν᾽ ἀριθμήσω
πάνω στή γῆ πού ἔκανε, σά θεία ἰαχή,
μόνο τό φῶς πού ἔριξε, γιά λίγο θά θυμήσω,
στή δόξα τοῦ Κυρίου μου, ῾Ελλήνων τήν ψυχή.

Στῶν Μακεδόνων μας τή γῆ βρέθηκε μ᾽ἅγια χάρη,
καθώς ῾διαβάς βοήθησον᾽ ἄκουσε τή φωνή,
δέν δείλιασε, δέν δίστασε τό βάρος της νά ἄρει
καί στούς Φιλίππους βρέθηκε τήν πίστη νά δονεῖ.

Στή φυλακή ἐρίχτηκε, δέν γεύτηκε τή νίκη,
τόν ἔδιωξαν, τόν ἔσπρωξαν σέ ἄλλης γῆς μεριά,
σ᾽ ᾽Αμφίπολη, σέ Βέροια καί στή Θεσσαλονίκη
ἐπῆγε ὁ ἀπόστολος κι ἄναψε κεῖ κεριά.

Μά, νά, ἡ ἀποκάλυψη κι ἡ ταραχή συνάμα!
Τά βήματά του σύρθηκαν στήν πόλη ᾽Αθηνᾶς.
Τό ὅραμά του φάνταξε ἴδιο Θεοῦ τό θάμα:
ἡ πόλη ῾ἡ κατείδωλος᾽, νά ᾽ ναι Χριστοῦ ἀμνάς!

Τά λόγια ἦρθαν σάν βροχή στή δίψα τῶν ἀνθρώπων,
νά τιθασεύσει πάλεψε νοῦ καί καρδιά μαζί,
῾δέν σᾶς κηρύσσω τούς Θεούς τῶν μακρινῶν μας τόπων᾽,
εἶπε, κι εὐθύς φανέρωσε τόν ᾽Ιησοῦ πού ζεῖ.

᾽Αλλίμονο! δέν ἔνιωσαν τή λογική τῆς πίστης,
μέ σηκωμένη τήν ὀφρύ φύγανε μονομιᾶς,
῾καί πάλι θά σ᾽ ἀκούσουμε᾽, εἶπ᾽ ὁ δικός τους μύστης,
τύλιξε τόν ἀπόστολο σύννεφο μοναξιᾶς.

Παρηγοριά καί βάλσαμο χύθηκε στήν καρδιά του,
ὅταν δειλά προχώρησαν κοντά του ξένοι δυό,
ἡ Δάμαρις πού γίνηκε ἕν᾽ ἀπό τά παιδιά του
κι ὁ δικαστής Διονύσιος, π᾽ ἀγάπησε σάν γιό.

῾Νά τα τά πρόβατα τ᾽ ἁγνά, τά λιγοστά Κυρίου᾽
θυμήθηκε καί ἔκλαψε ὁ μάρτυρας πιστός,
τήν ὄψη δέν φοβήθηκε τοῦ πονηροῦ θηρίου,
γιατί τή ρίζα ἔβλεπε πού ἦταν ὁ Χριστός᾽.

Σταμάτησε νά μοῦ μιλᾶ ὁ ὁδηγός ὁ ἅγιος
καί ἄρωμα ξεχύθηκε, κάλυψε τή σιωπή,
ἡ καιομένη μου καρδιά σάν τόπος πιά πανάγιος,
μέ θάρρος ἐκινήθηκε, νίκησε τήν ντροπή.

῾Θέλω τόν ἅγιο νά δῶ᾽, ψέλλισα μέ λαχτάρα,
῾κεῖνον πού ἦταν κι εἶναι πιά πνευματική μου ἀρχή,
τόν μάρτυρα τῆς πίστεως στοῦ ῞Ελληνα τή φάρα
κι ἴσως ἀκούσω καί ἐγώ τόν λόγο του νά ἠχεῖ᾽.

Πῆρε τό λόγο πάλι του ὁ φτερωτός μου φίλος,
ἀφοῦ μέ κοίταξε γλυκά, σάν ἥλιος τό πρωΐ,
῾κάθε μου λέξη γιά αὐτόν κινεῖ ὁ θεῖος ζῆλος῾
εἶπε, καί λάμψη γίνηκε ἡ ἅγια του πνοή.

῾Βάσανα πέρασε πολλά, φυλάκιση, ναυάγια,
- ν᾽ ἀπαριθμήσει δέν γροικᾶ ὁ κάθε νοῦς κτιστός –
μά ὅλα δόξα τά θωρεῖ καί κλάδους ἀπό βάγια,
στίγμα πού ἀφήνει πάνω του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Κεῖ πού ἡ δόξα σκέπασε τό κουρασμένο σῶμα
ἦταν στό τέλος τό φρικτό, στή Ρώμη τήν πλατιά.
Τό βλέμμα ἔστρεψε ψηλά, πρίν γείρει μές στό χῶμα,
κι εἶδε Χριστοῦ τήν ἀγκαλιά, τή θεία Του ματιά᾽.

῾Θέλω τόν ἅγιο νά δῶ᾽, ξανάπα μ᾽ ἅγια ζέση,
῾τῆς οἰκουμένης τήν καρδιά, ἀγάπης τόν λυγμό᾽.
Κι ἔνιωσα μέσα στήν καρδιά, στή γῆ πού εἶχε δέσει,
τῆς χάρης τό φτερούγισμα, τόν θεῖο τόν νυγμό.

῾Νά τόνε δεῖς ἀπό κοντά δέν γίνεται ἀκόμα᾽,
ἀπάντησε μέ συστολή ὁ θεῖος τοῦτος νοῦς,
῾μόνο τή λάμψη του θά δεῖς ἀπ᾽τ᾽ ἅγιο του τό δῶμα,
κι αὐτό γιατί ἐγίνηκε ἴδιος ὁ ᾽Ιησοῦς!᾽
ΟΙ Πρωτοκορυφάιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος
Σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί. Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Οι δυο αυτοί Απόστολοι υπήρξαν οι πρώτοι μεταξύ των άλλων Αγίων Αποστόλων και οι μεγάλοι κήρυκες του Ευαγγελίου. Αυτοί οι δύο καθώς και οι άλλοι ένδεκα απόστολοι, όπου τους τιμούμε όλους μαζί αύριο, είναι οι στύλοι της Εκ­κλησίας. Αυτοί θεμελίωσαν όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας πάνω στην ασάλευτη πέτρα του Χριστού, όπου δεν πρόκειται να μετακινηθεί ποτέ, διότι σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου, «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύ­σουσιν αὐτῆς». Γι’ αυτό η Εκκλησία μας λέγεται Απο­στολική.
Τί είναι όμως Εκκλησία; Εκκλησία είναι η φανέρωση του Θεού στη γη. Έτσι η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινος 'Οργα­νισμός ή ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά αποκάλυψη Θεού. Και ή αποκάλυψη τού Θεού είναι πέρα άπό τή λογική τού ανθρώπου. Ό Θεός δεν αποκαλύπτεται στους ανθρώπους που δεν μπορούν να αντέξουν την φα­νέρωσή του, και αυτοί είναι εκείνοι που δεν θέλουν να σωθούν. Έξω από την Εκκλησία του Χριστού ούτε αποκάλυψη τού Θεού υπάρχει, ούτε σωτηρία του αν­θρώπου.
Η να το πούμε αλλιώς έξω από το κήρυγμα των Αγίων Αποστόλων, έξω από την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ούτε Εκκλησία υπάρχει, ούτε Ορθο­δοξία, που θα πη αλήθεια. Αλήθεια είναι ο Χριστός, αλήθεια είναι η Εκκλησία. Και την αλήθεια αυτή την κηρύττουν αλάν­θαστα οι Άγιοι Απόστολοι και την διδάσκουν ορθά οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων, οι Άγιοι Πατέρες. Ο άνθρωπος βρίσκει το Θεό του μέσα στην Εκκλησία. Έξω από την Εκκλησία δεν αποκαλύπτεται ο Θεός στους ανθρώπους, γι' αυτό και εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτη­ρία.
Εδώ μέσα στην Εκκλησία του Χριστού μόνο απο­καλύπτεται όλο το θαύμα τού Θεού, που είναι ή σωτη­ρία του ανθρώπου. Εάν θέλαμε να πούμε τί είναι θαύ­μα, αυτό θα λέγαμε. Θαύμα είναι ή φανέρωση του Θεού για τη σω­τηρία του ανθρώπου. Ούτε ο άνθρωπος σώζεται χωρίς τη φανέρωση του Θεού, ούτε το θαύμα γίνεται για άλλο λόγο, παρά μόνο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο για ένα και μόνο σκοπό, για να τον σώση από την αμαρτία. Και ο άνθρωπος σώζεται από την αμαρτία όταν μετανοήσει ειλικρινά και δεχθεί μέσα του με πίστη τη θεία χάρη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας όπως λέγεται Αποστο­λική, Εκκλησία των Αγίων Πατέρων, θα μπορούσε να λεχθή και Εκκλησία των θαυμάτων, δηλαδή της φανέ­ρωσης τού Θεού. Τα θαύματα του Θεού μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία ενεργούνται. Ότι γίνεται έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και λέγεται θαύμα δεν είναι θαύμα του Θεού, αλλά ψέμα τού διαβόλου. Και εδώ πάλι χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ο διάβολος εύκολα μεταβάλλεται σε άγγελο του φωτός και οδηγεί τους ανθρώπους στην πλάνη και στην προσκύνηση του.
Δεν είναι μία απλή υπόθεση το θαύμα, αλλά η έμπρακτη φανέρωση της αλήθειας της Εκκλησίας. Δεν είναι το θαύμα τόσο απλό ούτε μετριέται με το πλήθος των ανθρώ­πων, που προστρέχουν στον τόπο, που έγινε. Όταν ο Θεός φανερώθηκε στον Μωϋσή, δεν υπήρχε άλλος εκεί ήταν ο προφήτης μόνος του. Και όταν ο Ιησούς Χριστός θαυματουργούσε, έλεγε σε αυστηρό τόνο να μήν το πουν σε κανένα. Και όταν πάλι ο Κύριος έβλεπε τους ανθρώπους να προστρέχουν πολλοί σ’ αυτόν, για να τον δουν πώς θαυματουργεί, θεράπευε τον άρρωστο γρήγορα και έφευγε. Το θαύμα δεν γίνεται, για να ικανοποιήση την περιέργεια των ανθρώπων, αλλά για να σώση τον άνθρω­πο.
Το ίδιο βλέπομε και στην Ανάσταση τού Κυρίου καθώς και στην ένδοξη Ανάληψή του εμφανίζεται σε λίγους αν­θρώπους, και όχι σε πολλούς. Αυτός, που βλέπει ένα θαύ­μα, βλέπει με τα μάτια του το Θεό τρέμει από το φόβο του, διότι δεν μπορεί να βαστάξη τη φανέρωση τού Θεού, όπως έγινε και με τον σημερινό εορταζόμενο Απόστολο Παύλο όταν βάδιζε στη Δαμασκό και του αποκαλύφθηκε ο Κύριος, έπεσε κάτω και έμεινε τυφλός. Τα θαύ­ματα της Εκκλησίας αγαπητοί μου αδελφοί είναι αλήθεια ότι και στις μέρες μας γίνονται. Αλλά πίστη στο θαύμα δεν θα πει να προστρέξω γρήγορα εκεί που φάνηκε κάτι πώς είναι θαύμα, και όταν ακόμη είναι θαύμα. Αλλά θαύμα θα πει να κλάψω για τις αμαρτίες μου. Αυτό το θαύμα κή­ρυξαν οι Άγιοι Απόστολοι, αυτό το θαύμα δίδαξαν οι Άγιοι Πατέρες και αυτό το θαύμα δέχεται και ή Εκκλησία του Χριστού μας. Αμήν.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

 ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ Η ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
«Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς
Σύμφωνα μέ τό σημερινό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός στήν ἀρχή τοῦ δημόσιου ἔργου Του στή Γαλιλαία ἐκάλεσε κοντά Του τούς 4 πρώτους μαθητές καί Ἀποστόλους, τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη.
Τούς συνάντησε στήν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας, στό ψαροκάϊκό τους, καί τούς προσκάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν, λέγοντάς τους : Ἐλᾶτε κοντά μου καί θά σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων.
Προηγουμένως μέ τήν παρουσία Του εὐλόγησε τήν βιοποριστική τους αὐτή ἐργασία, ὅπως καί ὅλα τά περασμένα χρόνια πού δούλευε ὡς ξυλουργός πλησίον τοῦ προστάτη Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορα τῆς Παναγίας Μητέρας Του ἐτίμησε καί εὐλόγησε τήν ἐργασία.
Καλώντας τους νά τόν ἀκολουθήσουν δέν τούς ἀπέσπασε ἀπό τήν ἐργασία τους γιά μιά εὔκολη καί ἀνέμελη ζωή, ἀλλά τούς ἀνέθεσε κάποια ἀνώτερη, σπουδαιότερη καί πνευματική πλέον ἐργασία. Ἀπό τόν βυθό τῆς θάλασσας, τούς ὡδήγησε στή θάλασσα τῆς κοινωνίας καί, ἀντί γιά ψαράδες τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ, τούς ἀνέδειξε ψαράδες ἀνθρώπων.
Πολύ μεγάλη καί τεράστια ἡ διαφορά μεταξύ τῆς πρώτης καί τῆς δεύτερης ἐργασίας. Τό ψάρεμα τῆς θάλασσας χρειάζεται νά ξέρης τήν τέχνη τῆς ἁλιείας, νά ἔχης εὐνοϊκούς καιρούς καί μεγάλη ὑπομονή. Τό ψάρεμα, ὅμως, τῶν ἀνθρώπων θέλει μεγαλύτερα καί ἀνώτερα προσόντα, ἁγιοπνευματικά προσόντα καί χαρίσματα.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὑψιπέτης αὐτός ἀετός τῆς Θεολογίας, ἔλεγε ὅτι εἶναι«τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν τό ἄγειν (δηλ. τό νά ὁδηγῆς καί νά χειραγωγῆς στό ἀγαθό καί τήν ἀρετή) τόν ἄνθρωπον». Κατ' ἀρχήν χρειάζεται ὁ ψαρᾶς τῶν ἀνθρώπων, ὁ πνευματικός δάσκαλος καί καθοδηγητής νά ἔχη τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔπειτα πρέπει νά δοθῆ καί νά ἀφοσιωθῆ στήν πνευματική καί ποιμαντική ἐργασία καί διακονία. Νά ἔχῃ μεγάλη πίστι, ὑπομονή, ἐπιμονή, ἐλπίδα καί ἀγάπη στόν Θεό καί τούς συνανθρώπους μας.
Τό ἔργο τῆς χειραγωγήσεως καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἅγια αὐτή Ἀποστολική καί Ἱεραποστολική ἐργασία, πού εἶναι ἀνώτερο καί ἱερώτερο κάθε ἄλλου ἔργου καί κάθε ἄλλης ἐργασίας στόν κόσμο αὐτό, γίνεται ἀπό τούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ἰσόβια τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως καί καρποφοροῦν μέ ὑπομονή.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὁ Χριστός εὐλόγησε καί τίς βιοποριστικές μας ἐργασίες, ἀλλά καί, ἰδιαίτερα, τήν πνευματική ἐργασία. Ἡ ἐργασία πού γίνεται μέ τιμιότητα καί κόπο ἔχει τή χάρι καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε ἕνας σοφός διανοητής : «Νά ἐργάζεσαι συνεχῶς καί νά μή χάνης καμιά στιγμή. Θά διαπιστώσης ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά σέ ξεκουράση καλύτερα ἀπό τή δουλειά, καί θά διαπιστώσης ἀκόμη καί κάτι ἄλλο : ὅτι δέν ὑπάρχει αὐτό πού λένε «ἀνία». Καί ἕνας ἐνάρετος καί ἅγιος πνευματικός ἔλεγε : «Ἄς μήν παραλείψουμε νά ποῦμε, πάντως, ὅτι μέ τόν κόπο ὄχι μόνο οἱ ὑλικές μας ἀνάγκες ἱκανοποιοῦνται, ἀλλά καί ἡ ψυχή μας ὠφελεῖται. Κοπιάζοντας, βλέπετε, συνειδητοποιοῦμε τήν ἀδυναμία μας καί ζητᾶμε τή βοήθεια τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ. Ἐπιπλέον, ταπεινώνουμε τό σῶμα μας, μαζί μέ ὁποῖο ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέ τήν ἐργασία μας, πού μέ τή ζωή τους τήν εὐλόγησαν ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού θά γιορτάσωμε μεθαύριο, καί οἱ ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι μόνο νά προσποριζόμαστε τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί νά προοδεύουμε στή ζωή μας καί νά δοξάζουμε τόν Θεόν μέ τά ἔργα μας. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσι πού μᾶς δίνει σήμερα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐφ' ὅσον εἴμαστε ἐργάτες τοῦ καλοῦ καί ἀγαθοῦ μᾶς περιμένει δόξα καί τιμή καί εἰρήνη ὡς θεία ἀνταμοιβή καί εὐλογία. Ἀμήν.-
ἁλιεῖς ἀνθρώπων»       (Ματθ.4,19)
 Κυριακή Β΄του Ματθαίου(Η κλήση των αποστόλων) Μτθ δ΄ 18-23 Γράφει ο Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Συγκινητική και αποκαλυπτική η περιγραφή της κλήσεως των πρώτων μαθητών.Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος καταγράφει στο Ιερό κείμενο που θα ακουστεί την Κυριακή στη Θεία Λειτουργία, το πώς ο Κύριος, ενώ περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, συναντά και προσκαλεί κοντά του τους πρώτους μαθητές του. Τους Πέτρον και Ανδρέαν και τους υιούς Ζεβεδαίου, Ιάκωβον και Ιωάννην.Ο Ιησούς ήδη ξεκίνησε το κοσμοσωτήριο έργο Του και περιοδεύει όλη την περιοχή της Γαλιλαίας, διδάσκοντας τη θεία του διδασκαλία στις συναγωγές. Στους χώρους αυτούς της προσευχής και της μελέτης του λόγου του Θεού, κηρύττει το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι πλησίασε ο χρόνος της πνευματικής Βασιλείας η οποία θα έφερνε στους ανθρώπους την απολύτρωση και τη χαρά που διψά ο άνθρωπος. Και φυσικά μαζί με το ζωντανό του λόγο, θεράπευε κάθε είδος ασθένειας και αδιαθεσίας μεταξύ του λαού.Πολλά θα μπορούσε κανείς να τονίσει στην όμορφη Ευαγγελική περικοπή, την οποία θα πρέπει να μελετήσουμε και να δούμε το βάθος και το ύψος της περιγραφής που παρουσιάζει.Θα σταθούμε όμως μόνο σε μία φράση του Ματθαίου η οποία έχει να κάνει όχι μόνο με τους πρώτους μαθητές, αλλά και με τον κάθε ένα από εμάς. Και η χαρακτηριστική αυτή φράση είναι: «οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα, ηκολούθησαν αυτώ.» (Ματθ. Δ΄ 20) Δηλ. Αυτοί (ο Πέτρος και ο Ανδρέας), αμέσως άφησαν τα δίκτυα και τον ακολούθησαν. Όπως επίσης παρόμοια είναι και η φράση που αναφέρεται στους Ιάκωβο και Ιωάννη, «οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτώ.» (Ματθ. Δ΄ 22) Δηλ. Αυτοί παρευθύς άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και ακολούθησαν τον Ιησού.Δε γνωρίζω φίλοι μου αν μας έχει περάσει από το νου η σκέψη ότι παρόμοια πρόσκληση από τον Ιησού, έχουμε λάβει και εμείς οι ίδιοι. Μα θα πείτε. Ώστε έχουμε κληθεί και εμείς να γίνουμε Απόστολοι; Όχι. Δεν πρόκειται περί αυτής της ειδικής κλίσεως την οποία έλαβαν οι ψαράδες της Γαλιλαίας. Αυτή είναι μοναδική κλήση, γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Προς Εφεσ. επιστολή Β΄ 20: «εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» δηλ. Έχετε οικοδομηθεί επάνω στο θεμέλιο, που είναι οι Απόστολοι και οι Προφήτες, ενώ ακρογωνιαίος λίθος είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Και γι’ αυτόν ακόμα το λόγο, ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας ότι η Εκκλησία μας, εκτός των άλλων είναι και Αποστολική: «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».Αλλά αν όπως είπαμε δεν έχουμε τη μοναδική και ανεπανάληπτη αυτή κλήση, έχουμε όμως δεχθεί την προσωπική μας κλίση ως ευεργεσία ουράνια με το Άγιο Βάπτισμα, το Άγιο Χρίσμα, τα Ιερά γενικώς μυστήρια της Εκκλησίας μας, όπου μέσω αυτής της χάριτος που μας παρέχουν, καλούμαστε να αγωνιστούμε ώστε να κρατήσουμε και να αυξήσουμε στη ζωή μας τις δωρεές του Θεού.Κυριαρχεί η λανθασμένη αντίληψη ότι όλοι είμαστε παιδιά του Θεού. Και είναι λανθασμένη η αντίληψη αυτή, διότι όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργήματα και πλάσματα του Θεού. Παιδιά του Θεού είναι μόνο «όσοι έλαβον αυτόν και έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. Α΄ 12) Δηλ. Σε όσους τον δέχθηκαν, σ’ αυτούς έδωσε δικαίωμα να γίνουν τέκνα του Θεού, σ’ εκείνους δηλαδή, που πιστεύουν στο όνομά Του.Παιδιά του Θεού είναι μόνο όσοι έλαβαν το χάρισμα και απολαμβάνουν την υιοθεσία «...ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν.» (Γαλ. Δ΄ 5).Και αφού έτσι έχουν τα πράγματα, τίθεται σοβαρά τώρα το ερώτημα: Εμείς που ήδη έχουμε δεχθεί και έχουμε λάβει την πρόσκληση, το χάρισμα της υιοθεσίας και τις δωρεές του Παναγίου Πνεύματος, αφήνουμε όλα αυτά που είναι αντίθετα με τον Ιησού και το Πανάγιον θέλημά Του; Ή μήπως η καρδιά μας και ο νους μας είναι κολλημένα σε πρόσωπα και καταστάσεις που θλίβουν το Πνεύμα το Άγιον;Στην ύπαρξή μας, μορφώνουμε την προσωπικότητα του Κυρίου Ιησού με τον καθημερινό αγώνα εναντίον του ποικίλου κακού που μας περιβάλει ή η θέλησή μας είναι τόσο εξασθενημένη, με αποτέλεσμα, ενώ γνωρίζουμε το ορθόν, όμως δεν προσπαθούμε να το εφαρμόσουμε;Είμαστε έτοιμοι για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού να αποκόψουμε ό,τιδήποτε κρατά την ψυχή μας από υψηλά πετάγματα; Ή αλλοίμονο, καταντούμε σαν τους αετούς που είναι κλεισμένοι μέσα στα κλουβιά...Η Ευαγγελική πάντως φράση «οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ», θα πρέπει να μιλήσει στις καρδιές μας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι σε καμμία απολύτως των περιπτώσεων, δεν είναι δυνατόν να συνδυάσουμε όσα θέλουν να μας κρατήσουν και να μας απορροφήσουν, με όσα ζητά ο Ιησούς.Και κάτι ακόμα. Δεν θα υπάρξει ποτέ και πουθενά κοινωνική κατάσταση η οποία να μας εμποδίζει αντικειμενικά να ζήσουμε τη ζωή του Χριστού, αν εμείς πραγματικά θέλουμε και έχουμε την διάθεση να εφαρμόσουμε στη ζωή μας το πανάγιο και σωστικό Του θέλημά.Επομένως δεν έχει και τόσο σημασία σε ποιο τόπο βρίσκεται κανείς, ούτε πάλι αν βρίσκεται μέσα στην οικογένεια ή στην ολοκληρωτική αφιέρωση.Σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε την ουράνια κλήση μας, και με πνεύμα ενθουσιασμού για την αλήθεια και ταπεινώσεως λόγω των αδυναμιών μας, να προοδεύουμε και να ολοκληρώνουμε την ευλογημένη μας αυτή κλήση, μέσω της μυστηριακής και αγωνιστικής ζωής. Αμήν.
 ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 4, 18-23)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μεταφερόμαστε νοερά στήν Γαλιλαία καί στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἡλικία τῶν τριάντα χρονῶν, μετά τό βάπτισμα καί μετά τούς πειρασμούς καί ἀφοῦ συνελήφθη ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στήν Γαλιλαία.
Ἐκεῖ κάλεσε τούς πρώτους μαθητές του, τούς δύο ἀδελφούς Πέτρο καί Ἀνδρέα καί τούς ἄλλους δύο ἀδελφούς Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Ἡ ἀνταπόκριση ἦταν ἄμεση. «Οἱ δέ ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» λέγει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ «παρά τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», ἀρχίζει νά θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ σπέρνεται ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως, ὅπως λαλεῖ ἀργότερα ὁ Θεῖος διδάσκαλος, γιά νά γίνει «δένδρον μέγα» καί νά ἀπλώσει τά κλαδιά του σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Μᾶς κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἡ ἄμεση καί ἄνευ ὄρων ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν στήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ.
Περιστατικά ὅμως σάν τήν κλήση τῶν μαθητῶν ποιά σημασία μποροῦν νά ἔχουν στόν καιρό μας; Τό πολύ νά τά μνημονεύουμε σάν γεγονότα πού συνέβησαν κάποτε, νά ἀποτελοῦν δηλαδή γιά μᾶς ἱστορική γνώση. Μιά ἀπλή ἱστορία χωρίς βαθύτερη σημασία. Καί ὅμως καμμιά διήγηση, κανένα γεγονός, κανένας λόγος τοῦ εὐαγγελίου δέν εἶναι χωρίς βαθύτερη σημασία. Ἄς προσέξουμε σέ κάποιες λεπτομέρειες.
Πρῶτα εἶναι καί οἱ τέσσερεις ψαράδες. Ὑπάρχει κάποια ἀναλογία καί ὁμοιότητα ἀνάμεσα στό ἔργο τοῦ ψαρᾶ καί τοῦ Ἀποστόλου. «Ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων» τούς εἶπε, ὅταν τούς κάλεσε. Ἔπειτα ὁ Χριστός τούς καλεῖ χωρίς πολλές διατυπώσεις. Οἱ ψαράδες ἀνταποκρίνονταν στήν κλήση μέ τόν ἴδιο τρόπο. Καί στίς δύο περιπτώσεις τῶν ἀδελφῶν, ὁ Εὐαγγελιστής χρησιμοποιεῖ τήν ἴδια φράση: «Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Χωρίς ἄλλη σκέψη καί χωρίς δισταγμό ἄφησαν τά δίχτυα, τά ψάρια πού ἔπιασαν, τό πλοῖο καί τόν πατέρα τους σέ Ἐκεῖνον πού τούς καλοῦσε. Ποῦ πήγαιναν; Καί αὐτοί δέν ἤξεραν. Ἦξερε ἐκεῖνος, πού τούς καλοῦσε. Κάποτε ὁ Θεός κάλεσε τόν γενάρχη τῶν Ἰουδαίων, τόν Ἀβραάμ καί τόν εἶπε: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου….». Καί ὁ πατριάρχης ὑποτάχτηκε στήν θεία κλήση. Ποῦ πήγαινε; Ὁ Θεός ἤξερε.
«Εἰς γῆν ἥν ἄν σοι δείξω», δηλ. στήν χώρα πού θά σοῦ ὑποδείξω. Ἦταν τό μόνο πού εἶπε ὁ Θεός. «Καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων»˙ εἶναι τό μόνο, πού λέγει τώρα ὁ Χριστός στούς μαθητές.
Γιατί ὁ Θεός ὅταν καλεῖ, δέν κάνει συμφωνίες μέ τούς ἀνθρώπους. Σημαίνει μόνο τούς μακρινούς του σκοπούς. Καί ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο. Νά ἀκούσει ὁ καθένας μας, ὅταν μᾶς καλεῖ ὁ Θεός. Νά καταλάβει τό σῆμα καί νά ὑποταχτεῖ στήν κλήση του. «Ἀκούσομαι τι λαλήσει ἐν ἐμοί Κύριος ὁ Θεός», πού θά πεῖ πώς ὁ καθένας θά πρέπει νά εἶναι ἔτοιμος νά δεχτεῖ τό θεῖο κάλεσμα.
Τόν κάθε ἕνα λοιπόν καλεῖ ὁ Θεός; Καί βέβαια κάλεσε ψαράδες, κάλεσε Τελῶνες, κάλεσε ἁμαρτωλούς, κάλεσε διῶκτες. Γι’ αὐτό πάντα τό ζήτημα εἶναι ἄλλο. Ποιός ἀκούει, ποιός σπεύδει νά τόν ἀκολουθήσει.
Στήν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν σάν θωρακισμένοι. Δέν τους περνᾶ, δέν φτάνει στήν καρδιά τους ἡ θεῖα κλήση. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πέφτει πάνω τους καί εἶναι σάν να ἐξωστρακίζεται. Ἔτσι ὅπως ἕνα βλῆμα πέφτει ἐπάνω σ’ ἕνα σιδερένιο θώρακα. Καί ὅταν καμμιά φορά τύχει νά ἀκούσουν καί νά καταλάβουν, τότε ἀρχίζουν τή συναλλαγή. Τί μοῦ δίνεις γιά νά σέ ἀκολουθήσω; Στήν κλήση τῆς σωτηρίας οἱ ἄνθρωποι σήμερα ζητοῦμε ἀνταλλάγματα. Ὁποιαδήποτε ἀποστολή καί ἄν μᾶς ἀναθέσουν ἤ τήν ἀναλαμβάνουμε μόνοι μας ἤ ἡ σκέψη μας πηγαίνει στά ἐπακόλουθα, στά ἀνταλλάγματα, στό κέρδος, πού θ’ ἀποκομίσουμε. Ἀλοίμονο ὅμως στήν ἀνθρωπότητα, ἄν δέν ὑπήρχαν ἐκείνοι πού «ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Στό ἔργο τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ ἐπάνω στή γῆ καί στήν ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἀπό τά πρῶτα γεγονότα καί ὡς πρός τόν χρόνο καί ὡς πρός τήν σημασία. Ἐπί τρία χρόνια ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔχτιζε τήν Ἐκκλησία. Τήν θεμελίωσε «παρά τήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας», ὅταν κάλεσε τούς μαθητές, ὅταν ἔστειλε τόν Παράκλητο.
Ὁ τρόπος τῆς ἡμερονύχτιας ἐργασίας, τῆς συνεχοῦς μέ λόγια καί ἔργο διδασκαλίας, τῆς καταρτίσεως τῶν μαθητῶν μέ ὅλα τά παιδαγωγικά μέσα ἄς εἶναι παράδειγμα σέ ὅσους ἀνατέθηκε ἡ μεγάλη ἀποστολή τῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν ἀνθρώπων, τούς γονεῖς, τούς δασκάλους καί τούς ἱερεῖς. Σέ ὅλο τό τριετές διάστημα τῆς ἀναστροφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές καί Ἀποστόλους συντελοῦνταν τό ἔργο τῆς καταρτίσεως τους καί πραγματοποιοῦνταν τά λόγια, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεῖος Διδάσκαλος κάλεσε τούς ἀλιεῖς τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας: «δεῦτε ὁπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων». Ἀμήν.
 ΚΥΡΙΑΚΗ Β ΜΑΤΘΑΙΟΥ Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ
Στην  Ευαγγελική Περικοπή αυτής της Κυριακής βλέπουμε πως τέσσερις από τους σημαντικότερους Μαθητές του Χριστού, στην κλήση τους να τον ακολουθήσουν, εγκαταλείπουν τα πάντα χωρίς δισταγμό κι αμφιβολία. Θυσιάζουν τα πάντα για να γίνουν Μαθητές του Χριστού.
Η Εκκλησία μας για να συνεχίσει σήμερα το έργο της με επιτυχία χρειάζεται ανθρώπους με τις ίδιες αρετές και με την ίδια αυτοθυσία. Αυτό όμως είναι μόνο η μία διάσταση της επιτυχίας της Εκκλησίας μας στο σωτηριολογικό της έργον. Η δεύτερη πραγματικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή της Εκκλησίας μας είναι η διάσταση της οικουμενικότητας και παγκοσμιότητας του χαρακτήρα του Ευαγγελικού έργου, όπως αυτό μαρτυρείται με σαφήνεια μέσα από την σημερινή Αποστολική Περικοπή της επιστολής προς Γαλάτας, του Αποστόλου  Παύλου.
΄Οπως τονίζει, λοιπόν, ο Απόστολος Παύλος «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ ΄Ελλην, ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρρεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλάτας 3,28).
Η δεύτερη λοιπόν διάσταση του σωτηριολογικού έργου της Εκκλησίας μας είναι η συνεχής προσπάθεια της να μεταφέρει το Ευαγγελικό μήνυμα της σωτηρίας προς όλους τους ανθρώπους, προς όλες τις Εθνότητες, σε μαύρους και λευκούς, σε μικρούς και μεγάλους, σε όλες τις φυλές της γης.
Εκεί που δεν συμβαίνει αυτό είναι ως να προσπαθούμε να μετατρέψουμε την εκκλησία σε Εβραϊκή συναγωγή, σε μασωνική στοά, σε ένα κοινωνικό σύλλογο, σε ένα κοσμικό κλάμπ, σε μία λειτουργική κοινωνική ασθένεια που μας κρατά μακρυά από την πορεία μας προς την αιωνιότητα, προς την εν Χριστώ σωτηρία, προς τον Παράδεισον.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και τίμιοι με τον εαυτό μας. Μεγαλωμένοι με τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις κοινωνικές αδικίες του διαχωρισμού των ανθρώπων με το φαινόμενο της αποικιοκρατίας που ανέπτυξε η Ευρώπη σε βάρος άλλων Λαών, ανάλογα με το χρώμα τους, το αποτέλεσμα ήταν να κτισθεί ένα τεράστιον τείχος μίσους  στην καθημερινή  ζωή , με συνέπειες τραγικές, πολέμους και συρράξεις.
Η ασφάλεια που ονειρευόμαστε να ζήσουμε οι ίδιοι και τα παιδιά μας μπορεί να προσέλθει μόνο μέσα από την ετοιμότητα μας να φανούμε τίμιοι με τον λόγον του Ευαγγελίου.
Η αδιάκριτη αγάπη μας προς κάθε κατεύθυνση, προς κάθε άνθρωπον θα μας βοηθήσει να σβήσουμε το τείχος του μίσους και στη θέση του να κτίσουμε γέφυρες επικοινωνίας και επαφής και ειλικρινούς συνεργασίας. Μόνον αν κτίσουμε γέφυρες αγάπης μπορούμε να περπατήσουμε με σιγουριά το μέλλον
Ο βίος μας είναι κοινός και μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας όμορφη αν αφήσουμε χώρο στην καρδιά μας να βασιλέψει η Μεγάλη μορφή του Χριστού. Μόνον αν αφήσουμε στη ζωή μας να μας καθοδηγεί ο Χριστός έχουμε ελπίδες για να ζήσουμε σε ένα καλύτερο κόσμο που θα μας οδηγήσει και στην αιωνιότητα του Παραδείσου.
 Κυριακή Β΄ Ματθαίου - Μαθητεία στην αγάπη του Χριστού
(Ματθ. δ΄ 18-23)                                             (Γαλ. γ΄ 23-δ΄5)
Μαθητεία στην αγάπη του Χριστού
“Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα  ηκολούθησαν αυτώ”.
Μετά από τον κύκλο των εορτών του Πεντηκοσταρίου, βλέπουμε ότι το έργο του Κυρίου για τη σωτηρία του ανθρώπου, προσλαμβάνει δυναμικές πλέον διαστάσεις, όπως αυτές  αποκαλύπτονται αυθεντικά μέσα στο χώρο του ιδίου του Σώματός Του, που είναι η Εκκλησία. Η πρόσκληση που απηύθυνε προς τους πρώτους μαθητές Του, σηματοδοτεί τη νέα περίοδο σε πολύ διευρυμένους ορίζοντες, με φόντο την πραγματικότητα της Εκκλησίας, τα βήματα της οποίας κατευθύνει αδιάλειπτα εις “πάσαν την αλήθεια”, η συνεχής παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Η κλήση των πρώτων μαθητών του Κυρίου, στην οποία αναφέρεται το σημερινό ανάγνωσμα, απευθύνεται ουσιαστικά σε όλους τους ανθρώπους.  Όπως τότε οι μαθητές έτσι κι  εμείς σήμερα μπορούμε να δείξουμε την ίδια προθυμία. Έτσι με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος έχουμε τη δυνατότητα να βιώνουμε μέσα στην πραγματικότητα της Εκκλησίας όλα τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας ως παρόντα.  Μέσα από αυτά τα γεγονότα,  ο Χριστός μάς φανερώνει και μάς προσφέρει την Βασιλεία Του.

Θείο πρόσκληση
Η κλήση των μαθητών του Κυρίου, δεν είναι βέβαια έργο ανθρώπινο.  Πρόκειται για Θείο προσκλητήριο που εκφράζει τη βούληση του Θεού να σώσει τον άνθρωπο.  Ο Χριστός προσκαλεί όλους μας να μετάσχουμε στην πραγματικότητα της Εκκλησίας, γι’  αυτό η ανταπόκρισή μας θα πρέπει να είναι ανάλογη.  Οι μαθητές δέχθηκαν τότε αμέσως και χωρίς αναστολές την κλήση του Κυρίου:  “Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ”. Η άμεση αυτή ανταπόκριση, πήγαζε από κάποια χαρακτηριστικά, όπως ήταν π.χ. η απλότητα της καρδιάς τους.  Ήταν τόσο ανοικτή, που δεχόταν τα μηνύματα της αγάπης του Θεού  και μάλιστα τα αντιπρόσφερε και στους άλλους ανθρώπους.  Διέθεταν επίσης οι μαθητές αυτό που ονομάζουμε αγαθή προαίρεση.  Αγάπησαν με όλη την ψυχή τους το Χριστό και πίστεψαν σ’ Αυτόν, ότι είναι ο μόνος αληθινός Σωτήρας.  Ακριβώς, αυτή την αγαθή προαίρεση που πλημμυρίζει τον άνθρωπο από την αγάπη του Κυρίου μας, ζητεί ο Θεός από τον καθένα μας σαν προϋπόθεση για μαθητεία κοντά στο Χριστό.
Φυγή από τις μέριμνες
Οι μαθητές του Κυρίου μόλις έγιναν αποδέκτες της Θείας πρόσκλησης, που συνιστούσε και μια μεγάλη ευλογία που καταξιώνει τον άνθρωπο, εγκατέλειψαν όλες τις μέριμνες της ζωής, οι οποίες συνήθως κρατούν τον άνθρωπο δέσμιο στη γη.  Άφησαν τα δίχτυα, τα πλοία, τους συγγενείς τους και ό,τι άλλο τους δέσμευε για να ακολουθήσουν ολοκληρωτικά το Χριστό.  Αυτή η στάση βέβαια δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι περιφρονούμε αυτά που μας προσφέρει η αγάπη του Θεού.  Σημαίνει όμως απελευθέρωση του ανθρώπου από όλες εκείνες τις φροντίδες και τις μέριμνες που δεν επιτρέπουν πολλές φορές να θυμούμαστε την αγάπη του Χριστού.  Είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να προσέξουμε κι εμείς σήμερα, δηλαδή μήπως οι φροντίδες και οι μέριμνες μας αφήνουν προσκολλημένους στις δικές μας αδυναμίες και δεν μας επιτρέπουν να πλησιάσουμε τη δύναμη του Χριστού. Με άλλα λόγια κατά πόσο μας καθηλώνουν στη γη και δεν μας αφήνουν φτερά για να πετάξουμε στον ουρανό.
Αγαπητοί αδελφοί, ο Κύριος στέκεται και απευθύνει πάντοτε την πρόσκληση αγάπης Του σε όλους τους ανθρώπους.  Ας φροντίσουμε κι εμείς λοιπόν να την αποδεχθούμε για να γεμίσει πραγματικά η ύπαρξή μας με την παράκληση και την παρηγορία του Αγίου Πνεύματος.  Με αυτό τον τρόπο οπλίζεται η ύπαρξή μας με αισιοδοξία και χαρά και λειτουργούν έτσι όλες οι προϋποθέσεις για να γίνουμε πραγματικοί μαθητές του Χριστού. Αυτό έπραξαν και όλες εκείνες οι αγιασμένες μορφές που κοσμούν το οικοδόμημα της Εκκλησίας και το καθιστούν αιώνια πραγματικότητα. Τέτοια περίπτωση είναι και η Αγία Κυριακή, της οποίας τη μνήμη τιμούμε σήμερα. Έγινε μάρτυρας Χριστού προσφέροντας την ίδια τη ζωή της για την αγάπη Του. Πριν πέσει η σπάθη για τον αποκεφαλισμό της, προσευχόμενη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο. Η μαρτυρία Χριστού, μπορεί να δίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου, σύμφωνα με το παράδειγμα της αγίας Κυριακής αλλά και των μαθητών του Κυρίου, η ακολουθία των οποίων για την αγάπη του Χριστού είχε ολοκληρωτικό χαρακτήρα.
 Κήρυγμα Κυριακής Ευαγγέλιον (Β Κυριακής Ματθαίου) Ματθ. δ 18 – 23«Δευτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» υπο του Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Πετεινάτου
Πού να το φαντασθούν οι απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες! Η ζωή τους ήταν ως τη στιγμή που τους εκάλεσε ο Κύριος ύσυχη, ομαλή, περιωρισμένη. Ζούσαν, τον πιο πολύ καιρό, στις ψαρόβαρκές τους τραγουδώντας αμέριμνα τα τραγούδια του τόπου τους ή ψάλλοντας ψαλμούς. Το μέλλον τους ήταν προδιαγεγραμμένο. Θα περνούσαν τα χρόνια τους σε μια αδιάκοπη προσπάθεια για το ψωμί τους. Το μονότονο ρυθμό της ζωής τους θα τον έσπαζαν μόνο κάποιες τρικυμίες και μερικές αναποδιές από τις συνηθισμένες στη ζωή των ψαράδων. Και θάσβηναν από τον κόσμο αυτό κάποτε απαλά, χωρίς κανείς σχεδόν να το μάθη. Και θα γινόταν αυτό, αν ο Κύριος με τη σημερινή του πρόσκλησι δεν τους επεστράτευε με μια μεγάλη διπλή πρόσκλησι, που θα άλλαζε την πορεία όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και του κόσμου ολοκλήρου. Η μια πλευρά της απέβλεπε στην ατομική τους πνευματική ζωή. Ήταν η πρόσκλησις να ακολουθήσουν τον Ιησούν « Δεύτε οπίσω μου … ». Η πρόσκλησις αυτή να ακολουθήσουν τον Κύριο οι Απόστολοι εσήμαινε την πιο μεγάλη περιπέτεια στην ιστορία της πνευματικής ζωής των ανθρώπων. Από την ησυχία και την αμεριμνησία μιας γαλήνιας ζωής χωρίς βαθειές σκέψεις και ανησυχίες μεταπηδούσαν οι άνθρωποι αυτοί σε μια ζωή εντελώς διαφορετική. Θα έμπαιναν τώρα σε μια ζωή πνευματική, που δεν θα γνώριζε τι θα πη ησυχία και ανάπαυσις, σταματημός και ανάπαυλα.

Πρώτα – πρώτα ξερρίζωσαν τον εαυτό τους από μια νοοτροπία και ένα πνευματικό περιβάλλον, όπου ζούσαν ως τότε, για να μπουν σ΄ένα καινούργιο τρόπο ζωής, σ΄ένα καινούργιο τρόπο σκέψεως. Θα είχαν τώρα να παλέψουν με την ίδια τους τη λογική, που, σαν καθαρά ανθρώπινη λογική, θα επαναστατούσε κάθε στιγμή, καθώς θα άκουγε τα παράδοξα της πίστεως, τις μυστηριώδεις δηλαδή και πρωτάκουστες αλήθειες που θα απεκάλυπτε ο Κύριος. Θα είχαν να αγωνισθούν εναντίον του εαυτού τους, καθώς σε κάθε βήμα με τον Ιησούν θα άκουγαν κάποια « απαρνησάσθω ». Θα είχαν να πορευθούν στο άγνωστο μαζί με τον Ιησούν, νομάδες του Χριστού αυτοί, « τόπον εκ τόπου συνεχώς διαμείβοντες », χωρίς κανένα υλικό όφελος, χωρίς καμμία αναγνώρισι, χωρίς τίποτε από εκείνα που ικανοποιούν την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τον ανθρώπινο εγωϊσμό. Θα βάδιζαν και στον πνευματικό τους δρόμο θα συναντούσαν τη λυσσαλέα αντίστασι του άρχοντος του σκότους. Θα αγωνίζονταν εναντίον των « πνευματικών της πονηρίας », τα οποία με κάθε μέσον θα ήθελαν να τους εκμηδενίσουν και να τους αναχαιτίσουν στην προσπάθειά τους να γίνουν όμοιοι με τον Χριστό μιμητἐς της ζωής Του και ποιητές των έργων Του. Αυτή ήταν η μια πλευρά της περιπέτειας στην οποία εκαλούντο. Είχε όμως και μια άλλη πλευρά. Ο Κύριος καλούσε τους Αποστόλους για μια ιερή και δύσκολη αποστολή.

« … ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων ». Αυτή ήταν η κλήσι τους. Να γίνουν φορείς ενός νέου μηνύματος προς τους ανθρώπους οι Απόστολοι. Και όχι μόνο φορείς μηνύματος, αλλά και αλιείς ψυχών για την βασιλεία του Χριστού. Μια αποστολή μοναδική σε περιπέτειες και κινδύνους.

Σκεφθήτε, για μια στιγμή πώς ξεκίνησαν οι άνθρωποι αυτοί. Ξεκίνησαν χωρίς καμμιά υλική προϋπόθεσι για την προσπάθεια που θα άλλαζε ριζικά την όψι του κόσμου. Ξεκίνησαν χωρίς χρήματα, χωρίς επιχορηγήσεις, χωρίς νομοσχέδια, χωρίς κρατική υποστήριξι, χωρίς κοσμικά μέσα. Ξεκίνησαν για μια υπόθεσι πρωτοφανή και πρωτάκουστη. Έπρεπε να μεταφέρουν ένα παράδοξο μήνυμα στους ανθρώπους. Έπρεπε να κηρύξουν τη σωτηρία των ανθρώπων διά του Χριστού, πράγμα αληθινό καθ΄εαυτό, τόσο όμως δυσάρεστο για τον εγωϊσμό των ανθρώπων, για τις κακές συνήθειες των ανθρώπων, για τα πάθη των αμαρτωλών ανθρώπων. Κανένα φρούριο, κανένα οχυρό δεν είναι τόσο απόρθητο, όσο οι ανθρώπινες καρδιές. Και αυτές τις καρδιές ήταν υποχρεωμένοι να κατακτήσουν οι Απόστολοι.

Πόσους κόπους, πόσες στερήσεις, πόσες αγρυπνίες, πόσους κινδύνους, πόσα κονταροχτυπήματα με τον ίδιο το θάνατο δεν θα στοίχιζαν όλα αυτά! Και ακριβώς όλα αυτά αποτελούν τα επί μέρους στοιχεία της περιπετειώδους ζωής των αγίων Αποστόλων, που δεν εδίστασανκαι με την ίδια την ζωή τους να επισφραγίσουν την μεγαλειώδη περιπέτεια της κλήσεώς τους.

Ο Κύριος, δεν ήλθε να καλέση μονάχα τους Αποστόλους. Ήλθε να καλέση κι εμάς. Μας απευθύνει την ίδια πρόσκλησι. « Δευτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων ». Δεν μας καλεί σε μια ζωή ανέσεων και « βολέματος ». Δεν μας προσκαλεί για μια ζωή, που θα εξασφαλίσωμε την απόλυτη ησυχία και το χουζούρι μας. Σε αγώνα και προσπάθεια μας προσκαλεί. Να τον ακολουθήσωμε. Να γίνωμε φορείς του μηνύματός Του σε ψυχές χαμένες στο πέλαγος του κόσμου. Ας το σκεφθούμε σοβαρώτερα. Ας αναλογισθούμε την τιμή της προσκλήσεώς Του και ας τον ακολουθήσωμε και σήμερα και αύριο και πάντοτε. Ως τη στερνή μας πνοή.
 Κυριακή Β’ Ματθαίου – Μπροστά στη μέλλουσα κρίση
ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΚΡΊΣΕΙΣ
Ένα ερώτημα που συχνά προβληματίζει πολλούς είναι το εξής: Τι θα γίνουν στην άλλη ζωή τα αμέτρητα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν γνώρισαν ποτέ στη ζωή τους τον Χριστό και το νόμο του; Θα καταδικαστούν όλοι στην Κόλαση; Είναι δυνατόν ο Θεός να επιτρέψει μια τέτοια αδικία; Στο ερώτημα αυτό μας απαντά το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Μας λέει λοιπόν ο απόστολος Παύλος ότι ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα. Θα χαρίσει τις δωρεές του σ’ όλους τους ανθρώπους που κάνουν το καλό, ανεξάρτητα εάν είναι Ιουδαίοι ή ειδωλολάτρες. Σ’ όλους αυτούς θα χαρίσει τη δόξα, την τιμή και την ειρήνη του.
Βέβαια δεν θα κρίνει όλους ο Θεός με τον ίδιο τρόπο. Αλλά τον καθένα θα τον κρίνει ανάλογα με τα όσα γνώρισε και έμαθε. Γι’ αυτό όσοι αμάρτησαν χωρίς να έχουν κάποιο γραπτό νόμο, θα κριθούν χωρίς να έχουν ως κατήγορο το νόμο αυτό. Και όσοι αμάρτησαν, ενώ γνώρισαν το νόμο του Θεού, αυτοί θα κριθούν με βάση το νόμο αυτό. Διότι τελικά θα δικαιωθούν και θα σωθούν όχι όσοι απλώς άκουσαν το θείο νόμο, αλλά όσοι τον τήρησαν στη ζωή τους.
Με βάση λοιπόν όλα αυτά θα κρίνει ο Θεός πολύ αυστηρότερα όχι όσους έζησαν μέσα στην άγνοια και την αμάθεια, αλλά εμάς που γνωρίσαμε το θέλημα του Θεού. Διότι εμείς, εάν δεν εφαρμόσουμε τα όσα μάθαμε, θα είμαστε αναπολόγητοι. Θα έχουμε κατήγορό μας το νόμο του Θεού που γνωρίσαμε.
Έτσι όμως τελικά εμείς οι πιστοί είμαστε προνομιούχοι ή όχι; Είμαστε προνομιούχοι, αλλά έχουμε και μεγαλύτερη ευθύνη. Διότι εμείς γνωρίσαμε και μάθαμε τι θέλει ο Θεός από μας. Ζήσαμε μέσα στη χάρη της Εκκλησίας του, απολαύσαμε τις ευλογίες των ιερών Μυστηρίων. Αλλά όλα αυτά τα προνόμιά μας μεγαλώνουν κατά πολύ και την ευθύνη μας. Διότι δεν αρκεί να γνωρίζουμε μόνο το θέλημα του Θεού, αν είμαστε μόνο ακροατές του νόμου. Πρέπει και να τον τηρούμε στη ζωή μας. Δεν φθάνει να καυχιόμαστε ότι έχουμε την αληθινή πίστη, την Ορθοδοξία. Θα πρέπει και να ζούμε όπως ο Θεός θέλει. Και θα είναι πράγματι τραγικό κάποιοι από μας τους Ορθοδόξους πιστούς να βρεθούμε κάποτε στην αιώνια Κόλαση, ενώ αμέτρητοι άλλοι που δεν γνώρισαν τον αληθινό Θεό, να ζουν αιωνίως μαζί Του στην άληκτη χαρά του Παραδείσου. Ας προσέξουμε λοιπόν πολύ, για να μη βρεθούμε στην άλλη ζωή μπροστά σε φοβερές εκπλήξεις.
Με ποιο κριτήριο όμως θα κριθούν όλοι όσοι δεν γνώρισαν στη ζωή τους το νόμο του Θεού; Σ’ αυτό μας απαντά ο θείος Απόστολος στη συνέχεια.
Η ΦΩΝΉ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΉΣΕΩΣ
Λέει λοιπόν ο απόστολος Παύλος ότι αρκετοί από τους ειδωλολάτρες, ενώ δεν έχουν λάβει από τον Θεό γραπτό νόμο, τηρούν στη ζωή τους όσα προστάζει ο γραπτός νόμος. Γιατί; Επειδή ακριβώς έχουν ως οδηγό στη ζωή τους τον έμφυτο ηθικό νόμο, δηλαδή τη συνείδησή τους. Και εξηγεί ο Απόστολος ότι αυτοί οι ειδωλολάτρες ξέρουν να διακρίνουν το καλό από το κακό, διότι έχουν γραμμένο μέσα στις καρδιές τους τον έμφυτο ηθικό νόμο. Η συνείδησή τους τους δίνει τα κριτήρια για κάθε πράξη. Όλοι αυτοί, συνεχίζει, θα ανακηρυχθούν δίκαιοι και τηρητές του νόμου την ημέρα που θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
Η συνείδηση λοιπόν είναι το κριτήριο με το οποίο θα κριθούν οι άνθρωποι που δεν έχουν λάβει γραπτό νόμο. Διότι μέσα στη συνείδηση κάθε ανθρώπου ο Θεός φύτεψε το νόμο του. Βέβαια ο θείος Απόστολος δεν αναφέρεται σ’ όλους τους ειδωλολάτρες αλλά σε όσους φοβούνται τον Θεό. Για να έχει όμως η συνείδηση φωνή θα πρέπει ο άνθρωπος να την καλλιεργεί με τη μελέτη του λόγου του Θεού, να την εξαγιάζει με τη χάρη των Μυστηρίων, να την αφήνει να ενεργεί μέσα του. Αρκετοί άνθρωποι όμως με την αδιαφορία και τη σκληρότητά τους, την καθιστούν πορωμένη, τυφλή και αδρανή. Μια καλλιεργημένη συνείδηση επιτελεί τεράστιο πνευματικό έργο στην ψυχή κάθε ανθρώπου. Τον βοηθά να διακρίνει ποιο είναι το σωστό και ποιο όχι. Και αντίστοιχα τον προτρέπει στο καλό ή τον αποτρέπει από το κακό. Αυτή δίνει εσωτερική μαρτυρία για καθετί. Η φωνή της αντηχεί μυστικά στα βάθη της ψυχής μας. Κάποτε διαμαρτύρεται τόσο έντονα που κυριολεκτικά μας αναστατώνει. Διότι είναι το λυχνάρι που έβαλε ο Θεός στις ψυχές όλων μας, ένα λυχνάρι που φανερώνει ότι είναι θεόπλαστος ο άνθρωπος.
Ας μάθουμε λοιπόν να ακούμε τη φωνή της συνειδήσεώς μας, ιδιαιτέρως εμείς που γνωρίζουμε το θείο θέλημα. Ας αγαπήσουμε τη μυστική αυτή φωνή της ψυχής μας κι ας ακούμε τις διαμαρτυρίες της και τις προτροπές της με φόβο Θεού και με διάθεση μετανοίας. Κι ας εκθέτουμε στον Πνευματικό μας τους λογισμούς που αυτή μας αποκαλύπτει. Έτσι θα καθαίρεται η συνείδησή μας. Έτσι θα προοδεύουμε περισσότερο στην εν Χριστώ ζωή. Και έτσι θα αξιωθούμε κάποτε να παρασταθούμε μπροστά στο φοβερό βήμα του Κριτού με ελπίδα στο έλεός του και να ζήσουμε μαζί Του στην αιώνια μακαριότητα.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2002