ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
5 Δεκεμβρίου 1999

 (Γαλάτ. ε΄, 22-στ΄, 2)
«Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν Νόμον τοῦ Χριστοῦ».
 Στό ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος δί­δει ἐ­ντο­λή καί προ­τρο­πή ἀλ­λη­λο­βο­ή­θει­ας στούς Χρι­στι­α­νούς τῆς Γα­λα­τί­ας, ὥ­στε νά φτά­σουν σέ τέ­τοι­α δι­ά­θε­ση πνευ­μα­τι­κή, «νά μήν ἀ­κρι­βο­λο­γα­ρι­ά­ζουν καί ἐ­ξε­τά­ζουν μέ λε­πτο­λο­γί­α τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα τῶν ἀ­δελ­φῶν τους, ἀλ­λά νά ὑ­πο­φέ­ρουν -λέ­γει ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της- ταῦ­τα, ἵ­να πά­λιν καί τά ἰ­δι­κά των ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὑ­πο­φέ­ρουν ἄλ­λοι».
Γι­α­τί ἆ­ρα­γε μέ τό­ση ἔμ­φα­ση ὁ­ρί­ζει ὁ Ἀ­πό­στο­λος μί­α τέ­τοι­α συ­μπε­ρι­φο­ρά; Ἀ­πα­ντώ­ντας ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό, λέ­γει κατ᾿ ἀρ­χήν τά ἑ­ξῆς: «Βα­ρεῖ­α ἡ ἁ­μαρ­τί­α καὶ κα­θέλ­κου­σα τὴν ψυ­χὴν εἰς πυ­θμέ­να ἅ­δου· ἣν αἴ­ρο­μεν ἀλ­λή­λων καὶ πε­ρι­αι­ροῦ­μεν, εἰς ἐ­πι­στρο­φὴν ἄ­γο­ντες τοὺς ἁ­μαρ­τά­νο­ντας». Στό­χος τοῦ ἀ­πο­στό­λου εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α ἐ­κεί­νου πού ἁ­μαρ­τά­νει, γι­α­τί δέν ξε­χνᾶ, ὡς κα­λός παι­δα­γω­γός πού εἶ­ναι, τό πό­σο ἡ ἁ­μαρ­τί­α δι­α­σπᾶ τήν κοι­νω­νί­α τῆς ἀ­γά­πης με­τα­ξύ τῶν Χρι­στι­α­νῶν καί ποι­ές δύ­στρο­πες καί κα­κό­τρο­πες κα­τα­στά­σεις δι­α­μορ­φώ­νει στίς ἀ­να­στρο­φές μας.
Τέ­τοι­ες ἐ­μπει­ρί­ες ἀρ­νη­τι­κῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς τίς ἀ­να­φέ­ρει προ­η­γου­μέ­νως ὁ Παῦ­λος, ὅ­ταν τούς θυ­μί­ζει νά προ­σέ­χουν, ὥ­στε νά μή γί­νο­νται «κε­νό­δο­ξοι, ἀλ­λή­λους προ­κα­λού­με­νοι, ἀλ­λή­λοις φθο­νοῦ­ντες». Δεί­χνει μέ αὐ­τά τά λό­γι­α καί τούς θυ­μί­ζει καί τό δι­κό του ἁ­μάρ­τη­μα τῆς πλά­νης πε­ρί τήν Πί­στιν, στό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πέ­πε­σαν προ­η­γου­μέ­νως, γι­ά νά τούς πεῖ ὅ­τι ἐ­κεῖ­νοι πού τούς πλά­νε­ψαν εἶ­χαν ὡς κί­νη­τρο τήν φι­λο­δο­ξί­α, πού εἶ­ναι ἀρ­χή καί αἰ­τί­α ὅ­λων τῶν κα­κῶν, καί τόν φθό­νο καί τήν φι­λο­νι­κί­α. Μέ­σα σέ μι­ά τέ­τοι­α πε­ριρ­ρέ­ου­σα ἀ­τμό­σφαι­ρα ἀ­να­τα­ρα­χῆς ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ δι­ά­θε­ση κά­ποι­ων νά προ­κα­λοῦν μέ αὐ­θά­δει­α τούς ἁ­μαρ­τά­νο­ντες καί νά τούς ἐ­πι­τι­μοῦν μέ κα­κό­τη­τα καί ἐ­μπά­θει­α καί μνη­σι­κα­κί­α, πα­ρα­κι­νού­με­νοι ἀ­πό τήν φι­λαρ­χί­α τους μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ­δη­γοῦ­νται ἔ­τσι τά γε­γο­νό­τα σέ ἕ­να φαῦ­λο κύ­κλο ἐκ­δι­κή­σε­ως καί ἀ­ντεκ­δι­κή­σε­ως, χω­ρίς μή­τε ὁ ἁ­μαρ­τά­νων νά βο­η­θη­θεῖ νά με­τα­νο­ή­σει, μή­τε οἱ μή ἁ­μαρ­τά­νο­ντες νά εἶ­ναι σέ θέ­ση νά βι­ώ­σουν τήν πνευ­μα­τι­κή δω­ρε­ά τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Γι᾿ αὐ­τό λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, «ἐ­ὰν καὶ προ­λη­φθεῖ ἄν­θρω­πος ἔν τι­νι πα­ρα­πτώ­μα­τι», δηλ. «συ­ναρ­πα­σθεῖ καί δε­λε­α­σθεῖ ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λον, ἐ­νο­χλη­θείς καί πο­λε­μη­θείς ἀ­πό αὐ­τόν εἰς καμ­μί­αν ἁ­μαρ­τί­αν, ἐ­σεῖς οἱ πνευ­μα­τι­κοί ἄν­θρω­ποι κα­ταρ­τί­ζε­τε αὐ­τόν, νά μήν τόν παι­δεύ­ε­τε καί τι­μω­ρεῖ­τε, ἀλ­λά νά δι­ορ­θώ­νε­τε αὐ­τόν μέ πνεῦ­μα πρα­ό­τη­τος».
Τό πνεῦ­μα τῆς πρα­ό­τη­τος εἶ­ναι αὐ­τό πού πρέ­πει, Χρι­στι­α­νοί μου, νά πρυ­τα­νεύ­σει στίς με­τα­ξύ μας ἀ­να­στρο­φές καί στήν ἐ­πί­λυ­ση τῶν ἀ­να­φυ­ο­μέ­νων με­τα­ξύ μας πα­ρε­ξη­γή­σε­ων ἤ καί ἁ­μαρ­τω­λῶν κα­τα­στά­σε­ων. Τοῦ­το ἔ­χει με­γά­λη ἀ­ξί­α γι­ά τήν ἐν μέ­σῳ δυ­σκο­λι­ῶν πνευ­μα­τι­κή προ­κο­πή καί πρό­ο­δο τῶν ἀ­γω­νι­ζο­μέ­νων Χρι­στι­α­νῶν κα­τά τῶν πει­ρα­σμῶν τοῦ δι­α­βό­λου καί τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Καί δέν εἶ­πε ὁ Ἀ­πό­στο­λος μέ πρα­ό­τη­τα, ἀλ­λά μέ πνεῦ­μα πρα­ό­τη­τος, γι­ά νά δεί­ξει ὅ­τι αὐ­τή ἡ συ­μπε­ρι­φο­ρά καί δι­α­γω­γή μας πρός τούς ἁ­μαρ­τά­νο­ντας εἶ­ναι ἀ­ρε­στή στό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γι­ον. Τό νά δι­ορ­θώ­νεις τούς ἁ­μαρ­τω­λούς μέ ἡ­με­ρό­τη­τα ἔ­χει ἀ­ξί­α πρα­κτι­κή καί γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή ὡ­ρι­μό­τη­τα τῶν πι­στῶν. Γι­ά νά μήν ὑ­πε­ρη­φα­νευ­θεῖ ἐ­κεῖ­νος πού κα­ταρ­τί­ζει καί δι­ορ­θώ­νει τόν ἄλ­λον καί φτά­σει σέ κα­τα­στά­σεις αὐ­τάρ­κει­ας πνευ­μα­τι­κῆς καί ἐ­γω­ι­στι­κές φι­λο­δο­ξί­ες καί ἀ­ναλ­γη­σί­ες, ἀ­ξί­ζει νά θυ­μη­θεῖ, ὄ­χι μό­νο τήν τρε­πτό­τη­τα καί τήν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς ἀ­σθε­νοῦς φύ­σε­ως, ἀλ­λά καί τόν κίν­δυ­νο πού ἐλ­λο­χεύ­ει στόν κά­θε ἄν­θρω­πο καί τό ἐν­δε­χό­με­νο, ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ του, νά πά­θει πει­ρα­σμόν καί πό­λε­μον ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λον καί -ὅ μή γέ­νοι­το- νά ὑ­πο­κύ­ψει στήν ἁ­μαρ­τί­α.
Χρι­στι­α­νοί μου,
Δέν εἶ­ναι ἄ­στο­χο καί χω­ρίς νό­η­μα ὅ­τι ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, κλεί­νο­ντας τό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα σή­με­ρα, ὑ­πεν­θυ­μί­ζει σ᾿ ὅ­λους μας τήν ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας νά ἀ­να­πλη­ρώ­νου­με τόν Νό­μον τοῦ Χρι­στοῦ στή ζω­ή μας, πού εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη. Τήν ἀ­γά­πη πού ἔ­φε­ρε τό Θε­ό στή γῆ καί τήν ὁ­ποί­α, ὡς ἐ­ντο­λή και­νή, χά­ρι­σε στίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων καί μέ τήν ὁ­ποί­α δι­ε­κή­ρυ­ξε τήν σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων· «οὐκ ἦλ­θον κα­λέ­σαι δι­καί­ους, ἀλ­λὰ ἁ­μαρ­τω­λοὺς εἰς με­τά­νοι­αν». Αὐ­τή τήν ἐ­ντο­λή Του ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός μας θέ­λει ἔ­τσι νά τήν κά­νου­με πρά­ξη ζω­ῆς, γι­ά νά χαι­ρό­μα­στε τή θε­αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σί­α στή ζω­ή μας. Α­ΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου